(Από την ταινία Το Νησί των Γενναίων (1959) στην οποία
πρωταγωνιστούν οι Τζένη Καρέζη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Λυκούργος Καλλέργης,
Γκίκας Μπινιάρης, Αλίκη Γεωργούλη, Ανδρέας Ζησιμάτος, Τάκης Χριστοφορίδης,
Αρτέμης Μάτσας, Γρηγόρης Βαφιάς, Ρέα Μανέλλη, κα.
Σενάριο: Γιάννης Β. Ιωαννίδης
Σκηνοθεσία: Ντίμης Δαδήρας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγουδάει η Τζένη Καρέζη)
[...] Επιπλέον, αποφάσισε μέσα στο καλοκαίρι να γυρίσει μια ταινία
που της πρότειναν. Ασφαλώς πολύ καλά έκανε η γυναίκα, τη δουλειά της πρόσεχε
πρώτα. Και μετά, το αν και κατά πόσο εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος. Βέβαια,
πάντοτε, προϋπήρχε μια συνεννόηση μεταξύ μας, αλλά εγώ πάντα υποχωρούσα, γιατί
όταν αγαπάς μια γυναίκα όσο εγώ αγαπούσα την Τζένη… υποχωρείς. Η ταινία λεγόταν
"Το νησί των γενναίων" και είχε πολλά γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη,
πετιόταν τις Δευτέρες με το αεροπλάνο και γύριζε την Τρίτη.
Τη μουσική της ταινίας, έγραφε ο Χατζιδάκις. Μια Δευτέρα
πρωί λοιπόν, την εποχή που γύριζαν την ταινία, η Τζένη, θα έφευγε με το
αεροπλάνο στις δέκα το πρωί. Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο θα πέρναγε από το
σπίτι του Χατζιδάκι να πάρει μια κασέτα με ένα τραγούδι που θα ‘γραφε ο Μάνος,
το οποίο θα τραγούδαγε σε ένα από τα πλάνα που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη την
Δευτέρα. Της είπα λοιπόν, -ευγενώς προσφερθείς- ότι θα την πήγαινα εγώ στο
αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα από τον Χατζιδάκι, και μετά θα πήγαινα εγώ
στον Πειραιά και στην δουλειά μου. Ξυπνήσαμε λοιπόν πρωί και στις οκτώ, φύγαμε από
το σπίτι και πήγαμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο
Χατζιδάκις. Ώσπου να παρκάρω στην γωνία, η Τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το
κουδούνι του Χατζιδάκι από κάτω στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Όταν έφτασα κι
εγώ στην πόστα, η Τζένη ήταν ήδη εκνευρισμένη και χτύπαγε για τρίτη φορά το
κουδούνι, μετά μανίας.
«Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το
αεροπλάνο». Προσπάθησα να την καθησυχάσω λέγοντας: «Ηρέμησε και μη σε πιάνει
πανικός, έχουμε πολύ ώρα ακόμη».
«Μα χρυσό μου …» ξεκίνησε να μου λέει -και το «χρυσό μου»,
έμπαινε όταν άρχιζαν τα νεύρα της- και, ω του θαύματος, ένας κύριος έβγαινε και
άνοιξε η κάτω πόρτα. Αυτό ήταν ένα βήμα μπροστά στο πρόβλημά μας. Μπήκαμε και
ανεβήκαμε τρέχοντας στο δεύτερο πάτωμα, που έμενε ο Μάνος. Η Τζένη ήξερε την
πόρτα, έτρεξε και άρχισε αμέσως να χτυπάει το κουδούνι. Και το μεν κουδούνι
ακουγόταν στο διάδρομο που χτύπαγε δυνατά, από μέσα όμως, καμία κίνηση. Η Τζένη,
άρχισε να δείχνει σημεία παράκρουσης. «Δεν είναι δυνατόν…» έλεγε, «χτες το βράδυ συνεννοηθήκαμε να ‘ναι έτοιμη η
κασέτα».
Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να ξεφυσάει έξαλλη, και με το δίκιο
της. Τότε έβγαλα τα κλειδιά μου κι άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα με ένα
μεγάλο κλειδί, και προφανώς ο ήχος αυτό, ενήργησε ευεργετικά -για εμάς- στα
αυτιά του Χατζιδάκι διότι σε λίγο ακούστηκε ένας βήχας, μετά, το γνωστό σύρσιμο
της παντόφλας κι ένα βραχνό «έχομαι», δεδομένου ότι το γράμμα «ρο» για τον
Χατζιδάκι, ήταν τελείως άγνωστο.
Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα
ξυπνημένος, με ένα τσιγάρο μόλις αναμμένο να κρέμεται στο στόμα, με τα μάτια
ακόμα μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης δηλαδή "Τι γυρεύετε πρωί πρωί και
χτυπάτε έτσι την πόρτα;" Και ακολούθησε ο παρακάτω ιστορικός, τραγικός αλλά και παρανοϊκός
διάλογος.
Τζένη: Μάνο την κασέτα, Μάνο, και θα χάσω το αεροπλάνο.
Μάνος: Ποιά κασέτα χρυσό μου πρωί-πρωί;
Τζένη (έξαλλη): Την κασέτα με το τραγούδι, που θα πω στο
γύρισμα στην Κρήτη τώρα… και θα χάσω το αεροπλάνο.
Μάνος: (Η Τζένη από την αγωνία της, είχε μια ελαφρά
ασυναρτησία στα λεγόμενα της. Πάντως ο Μάνος, αντελήφθη. Και ήρεμος της λέει)
-Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ και θα στην δώσω.
Με το «θα στη δώσω» ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!!!
Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμουσα και του
έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και
άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλα του στα πλήκτρα. Μια λοιπόν έπαιζε μερικά
μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο
φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του
είχε δώσει από καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή έφτασε
και ο καφές. Ήπιε δυο γουλιές καφέ και μετά πάτησε μια νότα και της λέει της
Τζένης:
«Για τραγούδα αυτή τη νότα».
Η Τζένη έκανε: «Α, α, α, α».
«Εντάξει», της λέει ο Μάνος, «μπορείς να το πεις». Και
τότε, το έπαιξε όλο μαζί!!!
Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό
το θείο τραγούδι που λέει: «Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το
φεγγάρι, το βλέμμα σου το φωτεινό, κάτι από τη νύχτα έχει πάρει… λα, λα, λα… λα
λα» και λοιπά.
Τώρα η Τζένη, είχε μείνει άφωνη. Τις είχε φύγει και ο
εκνευρισμός κι άκουγε τη μουσική μαγεμένη. Ο Μάνος, πάτησε το μαγνητόφωνο που
είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι όλο, με όλες του τις λεπτομέρειες και
τα ακομπανιαμέντα και το ‘γραψε. Έβγαλε την κασέτα, την έδωσε στην Τζένη,
τη φίλησε και της είπε: «Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο». Η
Τζένη πήρε την κασέτα, αλλά άρπαξε και το μαγνητοφωνάκι, για να το παίζει μέσα
στο αεροπλάνο, τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας: «Πάρε άλλο, ώσπου να στο
φέρω πίσω…» και φύγαμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις με
το πληθωρικό ταλέντο. Το τραγούδι αυτό, όπως και τα πιο πολλά του Χατζιδάκι,
έγινε μεγάλη επιτυχία, γυρίστηκε και στα αγγλικά, και δεν νομίζω πως κανείς από
αυτούς που θαυμάζουν τη μουσική του Χατζιδάκι θα φαντάστηκε ποτέ πως γράφτηκε
αυτό το τραγούδι. [...]
Απόσπασμα
από το βιβλίο, “Η Τζένη Καρέζη όπως την γνώρισα”
του
Ζάχου Χατζηφωτίου των εκδόσεων ΩΚΕΑΝΙΔΑ.
Εκτός της Καρέζη το 1959 το ηχογράφησε και η Μαίρη Λω (Μαρία
Μαντωνανάκη), αλλά το «Μη τον ρωτάς τον ουρανό» έγινε μεγάλη επιτυχία,
γυρίστηκε και στα αγγλικά από την Brenda
Lee με στίχους του Arthur Altman και τίτλο “All alone am I” το 1962.
υπέροχο τραγούδι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήτην ιστορία δεν την ήξερα και σ' ευχαριστώ, κορίτσαρε, που μας την γνωστοποίησες!
Πραγματικά υπέροχο!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ κυρία μου!