Το κορίτσι με τα μαύρα








Σκηνοθεσία:
Μιχάλης Κακογιάννης
Σενάριο:
Μιχάλης Κακογιάννης
Μουσική:
Αργύρης Κουνάδης
Φωτογραφία:
Walter Lassally
Μοντάζ:
Αιμίλιος Προβελέγγιος
Φροντιστήριο:
 Θανάσης Βέγγος
Διεύθυνση παραγωγής:
Ανις Νοχρα
Βοηθός σκηνοθέτη:
Ανις Νοχρα
Παραγωγή:
Ερμής φιλμ



Ηθοποιοί: Λαμπέτη Έλλη, Χορν Δημήτρης, Φούντας Γιώργος, Ζαφειρίου Ελένη, Στρατηγός Στέφανος, Περγιάλης Νότης, Βλάχος Ανέστης, Βέγγος Θανάσης, Φέρμας Νίκος.



Η Ύδρα είναι ο χώρος που διαδραματίζεται η σύγχρονη αυτή ελληνική κινηματογραφική τραγωδία κατά πως λέει και ο μεγάλος δάσκαλος της nouvelle vague: Αντρέ Μπαζέν.
Η ταινία Το Κορίτσι Με Τα Μαύρα προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1956 και έκοψε 87.552 εισιτήρια. Ήρθε στην 4η θέση σε 24 ταινίες.  Η ταινία ανήκει, πλέον, στην εταιρία παραγωγής Καραγιάννης - Καρατζόπουλος.

Υπόθεση

Δύο εύποροι αθηναίοι, ένας συγγραφέας κι ένας αρχιτέκτονας, ο Παύλος (Δημήτρης Χορν) κι ο Αντώνης, επισκέπτονται την Ύδρα και νοικιάζουν δωμάτια σε ένα μεγάλο και παραμελημένο σπίτι μιας χήρας, της Φρόσως (Ελένη Ζαφειρίου), που έχει δύο παιδιά. Η ερωτική σχέση της Φρόσως με κάποιον ντόπιο δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά της, τη Μαρίνα (Έλλη Λαμπέτη) και τον Μήτσο (Ανέστης Βλάχος) που ντρέπονται για την κατάντια της μητέρας τους. Ο Παύλος αναπτύσσει μια ρομαντική σχέση με τη Μαρίνα και προκαλεί την οργή του Μήτσου, αλλά και τον φθόνο κάποιων ντόπιων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Χρήστος (Γιώργος Φούντας) που φλερτάρει τη Μαρίνα, χωρίς καμιά ανταπόκριση από τη μεριά της. Η σχέση Παύλου και Μαρίνας δημιουργεί κάποιες προστριβές ανάμεσα στους δύο φίλους κι ο Αντώνης επιστρέφει στην Αθήνα. Μια κακόβουλη φάρσα που σκαρώνουν στον Παύλο, ο Χρήστος με την παρέα του – έχουν αφαιρέσει τον πίρο από μια βάρκα με την οποία επρόκειτο να πάει βαρκάδα–, οδηγεί σε τραγωδία με θύματα αθώα παιδάκια. Με το κλίμα ιδιαίτερα βαρύ μετά απ’ αυτό το τραγικό περιστατικό, κάθε διέξοδος για τον έρωτα μεταξύ των δύο νέων μοιάζει απόλυτη ματαιότης.

Παραλειπόμενα: 

Με μία πρώτη ματιά φαίνεται ο Κακογιάννης να επιλέγει ηθελημένα την παρουσίαση των νησιωτών ως τους κακούς της υπόθεσης και των Αθηναίων στο ρόλο των καλών. Εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού, μερίδα του Τύπου κατηγόρησε τον Κακογιάννη για Ρατσιστικές τάσεις, παρόλο που η στάση αυτή του σκηνοθέτη ήταν καθαρά παραβολική.

Γυρισμένη το 1956 αποκλειστικά στην Ύδρα, κέρδισε τον ελληνικό αλλά και παγκόσμιο θαυμασμό. Απέσπασε το Ασημένιο Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών αλλά και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα ως η Καλύτερη Ξένη Ταινία από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Hollywood.
Η ταινία γυρίστηκε με μικρό προϋπολογισμό μέσα σε 8 μόνο εβδομάδες και με τη χρήση μίας μόνο κάμερας. Η σκηνοθεσία του Κακογιάννη όμως με τη καταπληκτική φωτογραφία, το διαδοχικό μοντάζ, τα εξωτερικά πλάνα εξέπλησσε όλο τον κινηματογραφικό κόσμο της εποχής και παραμένει ακόμα και σήμερα σπουδαίο παράδειγμα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Την ταινία ωστόσο πλαισιώνουν δύο εξαιρετικοί ερμηνευτές: Ο Χορν με τον ιδιαίτερο τρόπο που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, με κατάφαση που κρύβει αμφιβολία, άψογα αποδίδει έναν χαρακτήρα που αναζητά τον εαυτό του με δισταγμό αλλά που τελικά ωριμάζει μέσα από την αγάπη και την τραχύτητα της επαρχίας. Η Έλλη Λαμπέτη με διεισδυτικότητα μεταμορφώνεται από την θλιμμένη γυναίκα που απαντά (σε διάλογο με τον Παύλο για την χαρά της αγάπης): ‘Μας έχει ρημάξει η ντροπή, το μίσος, ο θάνατος’, στη δυναμική και παθιασμένη γυναίκα που φωνάζει ‘Γιατί δεν είναι ντροπή ν’ αγαπάει κανείς. Ντροπή είναι να λέει ψέματα και να φοβάται’. Ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη με την εκφραστικότητα του προσώπου τους αλλά και του σώματός τους μετέφεραν με απόλυτη φυσικότητα τις σύνθετες εναλλαγές του σεναρίου.

Το Κορίτσι Με Τα Μαύρα, σφραγίζει με την πρωτοπορία της τον ελληνικό κινηματογράφο μετά τον Εμφύλιο, τόσο στην τεχνική όσο και στη σκηνοθεσία που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Η φημισμένη σκηνή της διάσωσης των παιδιών από τη βάρκα που βουλιάζει καθώς και η κηδεία που επακολουθεί αποτελούν τραγικές ειρωνείες διδαγμένες από την ελληνική αρχαιότητα, ενώ η λιτότητα που τις χαρακτηρίζει παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Έντονα επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Κακογιάννης φιλτράρει την ελληνική ιδιοσυγκρασία και παράδοση και δίνει ένα χαρούμενο τέλος αλλά διακριτικό, με ρεαλισμό και χωρίς υπερβολές.












2 σχόλια: