Τζένη Καρέζη




«Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης.» Αυτό το τηλεγράφημα που έφτασε στα χέρια της μητέρας της Ευγενίας Καρπούζη, Θεώνης, σήμανε την εκκίνηση μιας διαδρομής που θα χαράξει όχι μόνο την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου αλλά και τις ψυχές των Ελλήνων. Πρόκειται για τη διαδρομή της Τζένης Καρέζη.
Η Ευγενία Καρπούζη, λοιπόν, όταν ήταν μικρή βιαζόταν μετά το σινεμά να κλειστεί στο δωμάτιο της, ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε τέσσερις τοίχους. Εκεί έπαιρνε ένα σεντόνι και τυλίγοντάς το γύρω από το κορμί της παρίστανε τη Μπέτι Ντέιβις. Ή βάζοντας ένα κασκόλ στο κεφάλι της και παίρνοντας μια κούκλα αγκαλιά έκανε τη χαροκαμένη μάνα. Τα κάγκελα του κρεβατιού της τη βοηθούσαν να παίξει τον ρόλο της φυλακισμένης πριγκίπισσας. Σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο η μετέπειτα Τζένη Καρέζη θα κάνει έναν φίλο, έναν απ’ αυτούς που θα της μείνει πιστός: τον καθρέφτη. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα βάσανα, τα όνειρα και τις ανησυχίες της.
Στην Κατοχή ήταν πολύ μικρή και κρυβόταν στην αγκαλιά της μητέρας της ενώ οι βόμβες έξω έπεφταν βροχή. Ξαφνικά μια μελωδία σταματούσε τα κλάματα. «Είναι η ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν», της εξηγούσε η μητέρα της. Η μουσική έκανε τη μικρή να ξεχνιέται. Και να καταλάβει ότι η Τέχνη λειτουργεί για τους ανθρώπους σαν καταφύγιο.
Αργότερα, στη Θεσσαλονίκη θα ζήσει για μία ακόμα φορά τη σκληρότητα του πολέμου, με την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.
Η Θεσσαλονίκη είναι το μέρος όπου θα κατασταλάξουν οι γονείς της έπειτα από πολλές μεταθέσεις από πόλη σε πόλη. Εκεί η Τζένη Καρέζη θα μπει εσωτερική στο σχολείο των Καλογριών. Μέσα στο σχολείο έβλεπε τις Καλόγριες, αυστηρές φιγούρες, να περιφέρονται φορώντας τα άσπρα κολλαριστά καπέλα, σαν αερικά. Μία απ’ αυτές, καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, την έβαλε να της διαβάσει κάποιο ποίημα. Η τότε «Ευγενούλα» το διάβασε και η καλόγρια είχε ενθουσιαστεί. Τη ρωτάει πώς τη λένε και η καλόγρια επαναλαμβάνει το όνομα της στα γαλλικά: «Eugenie. Gennie. Τζένη δηλαδή.» Αργότερα, ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Άγγελος Τερζάκης έδωσε την ιδέα του καλλιτεχνικού επωνύμου της: Καρέζη.
Η εκπαίδευσή της στις Καλόγριες συνεχίστηκε στο Saint Joseph στην Αθήνα. Πέρα από τα άψογα γαλλικά, η εκπαίδευση της καλλιέργησε την αγάπη για τις Τέχνες. Εκεί έμαθε να εκτιμά τη λογοτεχνία και την ποίηση. Στο Γυμνάσιο μετέφραζε σκετς από τα γαλλικά.
Έπαιζε και σκηνοθετούσε έργα στις σχολικές γιορτές. Στην Αθήνα, που έκανε τα δύο τελευταία σχολικά χρόνια, της εβδόμης και της ογδόης, η αγάπη της για το θέατρο είχε πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Η μελλοντική Ελληνίδα σταρ ήξερε πλέον τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. O πατέρας της όμως, παρακινούμενος από τις επιδόσεις της στην έκθεση και τα φιλολογικά μαθήματα ήθελε να την κάνει δημοσιογράφο. Αυτή όμως ήθελε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Κάτι που συμφώνησε με τη μητέρα της να κρατήσει μυστικό.
Το 1951, χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, που ανέβηκε στο «Rex» από τους τελειόφοιτους. Σ’ αυτήν την παράσταση, η Τζένη ήταν πρωταγωνίστρια και σκηνοθέτης. Στην πλατεία του θεάτρου βρισκόταν και ο πρωταγωνιστής- διευθυντής του θεάτρου Δημήτρης Μυράτ που, διακρίνοντας το ταλέντο της, πήγε στα παρασκήνια να συγχαρεί τους γονείς της. Τρία χρόνια αργότερα ο Μυράτ θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα την περίμενε για να μιλήσουν για την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση, στο ίδιο θέατρο.
Ο Μυράτ και το ξενοδοχείο στο οποίο βρισκόταν στην Πάτρα ήταν ο προορισμός του λεωφορείου που είχε πάρει η Τζένη Καρέζη. Στη συνάντησή τους, ο Δημήτρης Μυράτ φέρεται να της λέει: «Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την «Ωραία Ελένη». Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες.»
Η Τζένη Καρέζη απάντησε μ’ ένα «ευχαριστώ πολύ» και βγήκε από το δωμάτιο του Μυράτ. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό της ήταν τόσο μεγάλη που αντιμετώπιζε ήδη αυτόν τον ρόλο σαν έναν δρόμο που θα οδηγούσε σε μία μόνο κατεύθυνση: το θρίαμβο.
Στην πρώτη της παράσταση, μπροστά σ’ ένα απαιτητικό κοινό η Τζένη Καρέζη χειροκροτήθηκε απ’ όλους. Όλοι αναγνώρισαν πάνω της τη φλέβα μιας θεατρίνας με μέλλον. Το καμαρίνι της στο τέλος της παράστασης γέμισε από σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου. Η Τζένη Καρέζη είχε πάρει πλέον τον τίτλο της μεγάλης ελπίδας της ελληνικής σκηνής. Ο Μ. Καραγάτσης θα γράψει γι’ αυτήν: «Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».
Η Ελληνίδα σταρ είχε τη διαύγεια να ακολουθήσει το ένστικτό της. Τόλμησε να μεταπηδήσει από το δράμα στην κωμωδία, κάτι που δεν θα το περίμενε κανείς από μια νεαρή ηθοποιό που είχε τελειώσει τη Δραματική πριν από ένα χρόνο. Έτσι, το καλοκαίρι του ’55 εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια ανάμεσα σε δύο γίγαντες της ελληνικής κωμωδίας: τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Μίμη Φωτόπουλο.
Την ίδια εποχή, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παρουσία του Φίνου, ο οποίος δεν ήθελε αρχικά να συμμετάσχει σε ταινία του η Τζένη Καρέζη. Το έκανε αφού δέχτηκε μεγάλη πίεση από τον Αλέκο Σακελάριο. Μάλιστα, λέγεται ότι η τελευταία φράση του Φίνου προς τον Σακελάριο ήταν: «Εντάξει, παρ’ την, αλλά την ευθύνη θα την έχεις εσύ».
Έτσι έκανε η Τζένη Καρέζη το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το «Λατέρνα, Φτώχεια Και Φιλότιμο». Μ’ αυτήν την ταινία η Καρέζη ξεκινά το χτίσιμο ενός άλλου μύθου που πήγαινε μαζί μ’ αυτόν της μεγάλης ηθοποιού: αυτόν της σταρ της μεγάλης οθόνης.
Ο κινηματογράφος και το θέατρο λειτουργούσαν στην περίπτωσή της σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα έτρεφε το άλλο. Γι’ αυτό το «Εθνικό» της προτείνει συνεργασία. Με ρόλους που έγραψαν ιστορία και είχαν τέτοια επιτυχία που έκαναν τις προτάσεις να πέφτουν βροχή. Η Τζένη Καρέζη έγινε περιζήτητη μεταξύ των θεατρικών αλλά και των κινηματογραφικών επιχειρηματιών. Μετά τη συνεργασία της με τον Σακελάριο θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Ζερβό στη «Λίμνη των Πόθων».
Πρόκειται για ταινία υψηλής αισθητικής που θα προβληθεί σε ξένα φεστιβάλ. Μετά τα «Ναυάγια της Ζωής», όπου έπαιξε με τον Κώστα Κακκαβά και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, θα παίξει στο «Τρελοκόριτσο», ταινία που θα την αναδείξει ως νεανικό ίνδαλμα. Έτσι, παράλληλα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το εγχώριο σταρ σύστεμ θα αποκτήσει και το αντίπαλο δέος, την Τζένη Καρέζη, αναβιώνοντας έτσι την καλλιτεχνική αντιπαλότητα της Κυβέλης με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, χωρίς όμως τις πολιτικές προεκτάσεις εκείνης της διαμάχης.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω και ανατρέχοντας στα αρχεία της σχολής του «Εθνικού», διακρίνεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και την Τζένη Καρέζη στην ίδια παρέα. Είναι η απτή απόδειξη ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη διάγουν «βίους παράλληλους» από τα πρώτα τους χρόνια στην υποκριτική. Έγιναν διάσημες την ίδια χρονιά. Γέννησαν τους γιους τους την ίδια χρονιά. Και πέθαναν τον ίδιο μήνα.
Μπορεί όλη η Ελλάδα να είχε χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα» αλλά οι δύο σταρ ήταν πάντα μεταξύ τους φίλες.
Όταν μάλιστα η Βουγιουκλάκη έμαθε, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Καρέζη, τη δική της αρρώστια πήρε τηλέφωνο τη μάνα της Τζένης, για να της πει: «Κυρία Θεώνη, θα πάω να συναντήσω την Τζένη».
Μια διαφορά ίσως ανάμεσα στις δύο σταρ είναι ότι η Καρέζη τόλμησε και σε πιο «δύσκολους» ρόλους. Και δεν ήταν μόνο τα «Κόκκινα Φανάρια» που έκαναν την Ελληνίδα σταρ να περπατήσει πάνω στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Καννών. Ήταν οι ρόλοι που άρχισε να παίζει μετά τη γνωριμία της με τον Κώστα Καζάκο: το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της. «Το 1967 θεωρώ ότι είναι χρονιά-σταθμός στη ζωή μου. Γιατί τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε στην ταινία του "Κοντσέρτο για Πολυβόλα" όπου πρωταγωνιστούσαμε.»
Ο γάμος τους έγινε στις 5 Αυγούστου του 1968 μεταξύ λίγων φίλων και συγγενών. Δεν είχε καμία ομοιότητα με τον προηγούμενο, κοσμοπολίτικο γάμο της Τζένης Καρέζη με τον Ζάχο Χατζηφωτίου. «"Από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου"», θα πει η Τζένη Καρέζη για τον Κώστα Καζάκο.
Μετά το γάμο της η Τζένη Καρέζη θα κάνει τη στροφή προς τους «μεγάλους» ρόλους διαλέγοντας να ανεβάσει μαζί με τον άντρα της τη «Θεοδώρα». Στον κινηματογράφο, μετά το «Κοντσέρτο για Πολυβόλα» η επόμενη ταινία του ζευγαριού Καρέζη-Καζάκου θα είναι το «Αγάπη κι Αίμα» του Νίκου Φώσκολου. Για τη συνεργασία του με την Ελληνίδα σταρ ο Νίκος Φώσκολος έχει πει: «Δούλευε σαν σκυλί. Για τα γυρίσματα της ταινίας την έπαιρνε στη μία το βράδυ ένα αυτοκίνητο από το «Γκλόρια», που έπαιζε τότε, και την έφερνε στην Κωπαΐδα. Κοιμόταν περίπου τρεις ώρες, έτρωγε μια φέτα καρπούζι, γιατί έκανε εξαντλητική δίαιτα, και στις εφτά το πρωί ερχόταν στον κάμπο για τα γυρίσματα.»
Η δουλειά και τα ρίσκα που έπαιρνε όσον αφορά στους ρόλους που διάλεγε έφεραν τους καρπούς τους. Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της αδιάκοπης δουλειάς της ήταν η δημιουργία του δικού της θεάτρου, στο «Αθήναιον», που έγινε γνωστό και ως θέατρο «Τζένη Καρέζη». Το εγκαινίασε στις 17 Νοεμβρίου 1978 με το «Πολίτες Β’ Κατηγορίας» που σκηνοθέτησε ο άντρας της. Κι εκεί θα παίξει τους ρόλους που ονειρεύτηκε για τα υπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής της: τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Έντα Γκάμπλερ αλλά και τη «Μήδεια» στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο - στην τελευταία θα υποδυθεί την «Ηλέκτρα» το 1986-87.
Κι ενώ η Καρέζη είχε ανεβάσει τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, παράσταση που γνώριζε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της θα την αναγκάσουν να τη διακόψει απότομα. Η Καρέζη όμως δεν το έβαλε κάτω. Ανέβασε το «Διαμάντια και Μπλουζ» στο θέατρο. Έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Μαύρη Χρυσαλλίδα». Μέχρι που έφυγε από τη ζωή, παρέμεινε αληθινή σταρ.
του Θανάση Διαμαντόπουλου, από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 351,  
ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 16 Νοεμβρίου 2008.




Το «Ευγενούλα» το είχε αποχωριστεί πολλά χρόνια πριν, μαθήτρια ακόμη, την ημέρα που στη Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί στη Θεσσαλονίκη μια αδελφή της είπε ότι θα τη φωνάζουν Τζένη, από το χαϊδευτικό του Εugénie στα γαλλικά. Αυτό ήταν πλέον το όνομά της, και ας εξακολουθούσε ο αυστηρός πατέρας της να τη φωνάζει Ευγενούλα. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Άγγελος Τερζάκης την «απάλλαξε» και από το επίθετό της. Την έλεγαν Καρπούζη και την ονόμασε Καρέζη. Έτσι γεννήθηκε μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας...

Δεν είχε σημασία, λοιπόν, που κανείς δεν τη φώναζε Ευγενία. Την ονομαστική εορτή της την τιμούσε. Η κυρία Θεώνη, η μητέρα της, έβαζε όλη της την τέχνη και μαγείρευε τις καλύτερες σπεσιαλιτέ. Κάποτε, μάλιστα, όταν είχε παραθέσει δείπνο σε άτομα από τη γαλλική πρεσβεία, της τηλεφώνησαν και της ζήτησαν να τους δανείσει τον μάγειρά της. Η Τζένη γέλασε και με το γνωστό της χιούμορ αποκάλυψε: «Λυπάμαι δεν μπορώ... Γιατί είναι η μητέρα μου».
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη χρονιά που η Τζένη «έφυγε». Η γιορτή δεν θα γίνει. Και όμως, το πνεύμα της μοιάζει να είναι ακόμη εδώ: ένα θέατρο στην οδό Ακαδημίας φέρει το όνομά της, στο φουαγιέ δεσπόζει το γκρίζο φόρεμά της από την παράσταση «Βυσσινόκηπος» και στη μικρή οθόνη αντηχεί ακόμη η βραχνή φωνή της με τον παιχνιδιάρικο τόνο από την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής»: «Μπα! Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες»...
Η σχέση με τον πατέρα
«Ήμουν μικρούλα τότε για να της πω: "Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Έχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (...). Ό,τι κι αν συμβεί θα 'ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου". Δεν έφυγε. Έμεινε. Έμεινα κι εγώ».
Αυτές είναι οι σκέψεις της Τζένης Καρέζη, όπως τις καταγράφει στο βιβλίο της «Τετράδια ζωής» (εκδ. Καστανιώτη). Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1934. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας της ήταν ένας σκληρός γυμνασιάρχης και η μητέρα της μια τρυφερή δασκάλα. Η μικρή Τζένη, όμως, ύφαινε προσεκτικά τη διαφυγή της. Πήγαινε σινεμά και ύστερα κλεινόταν μέσα στο δωμάτιο, έπιανε τα σίδερα του κρεβατιού, τα έκανε πρόσωπα και άρχιζε να παίζει θέατρο. Και μπορεί ο αυστηρός πατέρας της - άριστη μαθήτρια ούσα - να την προόριζε για ακαδημαϊκές σπουδές, η Τζένη όμως έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο με έναν μονόλογο από τον «Ταρτούφο». Πλέον δεν ήταν το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι, πήρε τη μητέρα της από το χέρι και έφυγαν.
«Ο πατέρας της ήταν μαθηματικός, γυμνασιάρχης, σκληρός άνθρωπος, πολύ συντηρητικός». Ο Κώστας Καζάκος στο καμαρίνι του μιλάει στο BHmagazino για τη σχέση της Τζένης Καρέζη με τον πατέρα της, μια σχέση που πραγματικά τη σημάδεψε. «Η Τζένη στο Εθνικό πήγαινε κρυφά. Δεν το ήξερε εκείνος. Πήγαινε ήδη στη σχολή όταν το έμαθε. Όπως μου έχει διηγηθεί, έμεναν κάπου στο Χαλάνδρι. Της έδωσε ένα χαστούκι. "Πουτάνα θα γίνεις"... Είχε αυτή τη νοοτροπία. Από εκείνη τη στιγμή πήρε τη μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι να ζήσουν οι δυο τους. Κόπηκε κάθε επαφή. Η Τζένη τον είδε ξανά έπειτα από πολλά χρόνια, όταν γεννήθηκε ο γιος μας, ο Κωνσταντίνος. Χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι και από το σοκ της, όταν τον αντίκρισε, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Ευτυχώς που ήμουν εκεί. Εκείνος πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, βαρύς, αμίλητος, εμένα ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Σταύρωσε τον Κωνσταντίνο και έβαλε επάνω του κάτι ελβετικά φλουριά. Ύστερα του φτιάξαμε καφέ και καθίσαμε στο σαλόνι. Έπειτα από τόσα χρόνια, δεν ειπώθηκε τίποτε που να έχει σχέση με τα οικογενειακά τους.
Το τρομερό συμβάν με τον πατέρα της έλαβε χώρα λίγο αργότερα. Υπήρχε κατά βάθος τέτοια αγάπη μεταξύ τους, που είναι να τρομάζει ο άνθρωπος. Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο «Λαϊκό», σε κώμα. Δεν συνήλθε ποτέ. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, ήταν θέμα ωρών, όμως, της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, και όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει «Ευγενούλα». Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος». Έτσι, ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή.
Η πρωταγωνίστρια
Τελείωσε το Εθνικό. Ήταν, μάλιστα, συμμαθήτρια με την Αλίκη. Το 1954 παίζει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, στην «Ωραία Ελένη» του Αντρέ Ρουσέν, και έπειτα θα συναντηθεί θεατρικά και με την Κατίνα Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Το 1955 έρχεται η πρώτη της ταινία, «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το Τζενάκι λάμπει στη μεγάλη οθόνη και στο σανίδι. Αρχικά Εθνικό Θέατρο, μετά ελεύθερο, πρωταγωνίστρια στου Μουσούρη και έπειτα θιασάρχισσα, τόσο, μα τόσο νέα. Το πρωί γυρίσματα στον κινηματογράφο και το απόγευμα θέατρο, με ό,τι αγγίζει να γίνεται επιτυχία: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Δεσποινίς διευθυντής», «Κόκκινα φανάρια», «Λόλα». «Ο ασυνήθιστος συνδυασμός του αυστηρού ύφους, με το σαγηνευτικό βλέμμα και το κρυφό νάζι έπαιξε κατά τη γνώμη μου ρόλο στην καθιέρωση της εικόνας της» αναφέρει o κριτικός κινηματογράφου του «Βήματος», Γιάννης Ζουμπουλάκης. Και η Τζένη είναι, φυσικά, στρατιώτης. Δουλεύει πολύ, είναι σταρ και την ίδια στιγμή τόσο απλή - μένει με τη μητέρα της και τους θείους της στην Κυψέλη, προτού ακόμη παντρευτεί.

Τζένη και Ζάχος
«"Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας;" του είπα. "Παντρέψου, εσύ ρε, και καθαρίζω εγώ" μου λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης». Με αυτά τα λόγια ο Ζάχος Χατζηφωτίου περιγράφει στο ΒΗmagazino τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο έκανε πρόταση γάμου στην Τζένη Καρέζη, ένα βράδυ που είχαν πάει να ακούσουν τον «σερ» του ελληνικού τραγουδιού. Πραγματικά, έπειτα από γνωριμία λίγων μηνών, ο γάμος τελέστηκε στις 7 Μαΐου 1962, στην εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης, με πλήθος κόσμου να συρρέει και τους φανατικούς θαυμαστές της Καρέζη να της σκίζουν κομμάτια από το νυφικό. Ήταν ο πρώτος γάμος της Καρέζη.
«Ήταν ευχάριστο κορίτσι η Τζένη Καρέζη» λέει στο ΒΗmagazino o Ζάχος Χατζηφωτίου. Ήταν, όμως, τόσο διαφορετικά τα ωράριά μας. Εκείνη την εποχή εγώ ξεκινούσα τις επιχειρήσεις μου με τα βαπόρια. Έπρεπε στις 9.00 το αργότερο να είμαι στο γραφείο μου στον Πειραιά. Η Τζένη είχε δύο παραστάσεις και τελείωνε από το θέατρο στη 1.00 το βράδυ. Δεν γινόταν. Καταλήγαμε κάθε μέρα να φτάνουμε στο σπίτι στις 4.00 το πρωί, γιατί συχνάζαμε μετά στα θεατρικά στέκια. Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν τα ταξίδια που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω λόγω δουλειάς. Υπήρχαν διάφοροι καλοθελητές Έλληνες που με έβλεπαν στο εξωτερικό και έρχονταν και της έλεγαν τα πλέον παράλογα πράγματα. Τον είδαμε με μια καλλονή εδώ, τον είδαμε με μια άλλη εκεί. Για αυτούς τους λόγους τελικά επήλθε ο χωρισμός».
Απέναντι από το γραφείο του Ζάχου Χατζηφωτίου, ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στον τοίχο, βρίσκονται και αυτές της Τζένης Καρέζη, καθώς μετά το διαζύγιό τους διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις. «Η Τζένη ήταν πολύ εργατική. Θυμάμαι επρόκειτο να πάει στην Κρήτη να γυρίσει σκηνές και ένα τραγούδι για την ταινία "Το νησί των γενναίων". Ήταν Δευτέρα πρωί, πέταγε λοιπόν σε λίγες ώρες και έπρεπε να περάσει από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι να πάρει το τραγούδι που της έγραψε για να τραγουδήσει στο φιλμ. Χτυπάμε την πόρτα, απάντηση καμία. Η Τζένη αγχωμένη, να φωνάζει ότι θα μείνει χωρίς τραγούδι. Βγάζω τα κλειδιά μου και αρχίζω με αυτά να χτυπάω την πόρτα. "Τώγα" ακούμε από μέσα να λέει ο Χατζιδάκις. Η Καρέζη ορμάει μέσα και του ζητάει το τραγούδι, ο Μάνος όμως δεν της είχε γράψει ακόμη τίποτε. "Πήγαινε στην κουζίνα, κάνε μου έναν καφέ και εγώ εν τω μεταξύ θα σ' το φτιάξω" την καθησυχάζει. Κάθεται στο πιάνο και, πραγματικά μέσα σε δέκα λεπτά, έγραψε επάνω σε ένα παλιόχαρτο το θείο τραγούδι "Μην τον ρωτάς τον ουρανό"».

Μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια
Οκτώβριος 1967: Η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί με τον Κώστα Καζάκο στην ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και στα γυρίσματα αυτού του φιλμ ερωτεύονται. «Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές σε δουλειές, αλλά πριν από εκείνο το γύρισμα ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ πιο πριν» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος. «Ήταν Δευτέρα θυμάμαι. Μου είχαν πει να πάω στα Ίσθμια για το γύρισμα. Έπαιζα στην ταινία έναν λοχαγό. Είχα βάλει, λοιπόν, τη στολή μου από το στούντιο του Φίνου και πήγα ντυμένος. Εκεί ήταν η Τζένη με τον σκηνοθέτη Ντίνο Δημόπουλο. Περιμέναμε να περάσει ένα πλοίο για να γυρίσουμε τη σκηνή. Καθίσαμε κάτω από μια ελιά και αρχίσαμε να παίζουμε τάβλι. Ήταν μανιακή ταβλαδόρισσα η Τζένη. Τελικά, ήταν μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια».

«Η Τζένη κάνει στροφή γνωρίζοντας τον Κώστα Καζάκο» αναφέρει η πρώτη εξαδέλφη της, Νόρα Ζουμπούλη, με την οποία έμεναν για μεγάλα διαστήματα στο ίδιο σπίτι. «Κατ' αρχάς πολιτικοποιήθηκε. Ήταν πάντα δημοκρατικός άνθρωπος, ποτέ δεν υπήρξε δεξιά, αλλά δεν ήταν τόσο πολιτικοποιημένο άτομο όσο έγινε μετά με τον Κώστα. Έκανε στροφή και στο ρεπερτόριο που έπαιζε. Έφυγε από το μπουλβάρ και πήγε στα πιο βαριά, στα πιο κλασικά έργα, και καλά έκανε βέβαια, γιατί της πήγαιναν. Ο Κώστας της έδωσε μια άλλη οπτική γωνία. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Μάλιστα, το κράτησε κρυφό για ένα διάστημα, το έζησε και μετά το είπε, καθώς η θεία Θεώνη την κυνηγούσε. Ο γάμος τους ήταν πολύ απλός. Με τα πόδια πήγαμε στην εκκλησία από το σπίτι και η Τζένη φορούσε ένα μίνι νυφικό. Μετά φαγητό στο σπίτι, στη βεράντα τους, δεν υπήρχε δεξίωση».

Η Τζένη στην κουζίνα
«Η γέννησή μου αναμενόταν κοντά στην 21η Απριλίου. Τότε, τα παιδιά που γεννιόνταν αυτή την ημέρα τα βάπτιζε ή ο Παπαδόπουλος ή ο Παττακός, και ειδικά το παιδί της Καρέζη και του Καζάκου θα έρχονταν να το βαπτίσουν με τη μία. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να το επιτρέψουν αυτό οι γονείς μου και είχαν καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο για αυτή την περίπτωση, να με κρύψουν. Ευτυχώς γεννήθηκα στις 25 του μηνός» θυμάται ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Καζάκος χαμογελώντας με αυτή την περίεργη ιστορία γύρω από τη γέννησή του.
Όσοι γνώρισαν την Τζένη Καρέζη μιλούν για τη μεγάλη αδυναμία που είχε στον μοναχογιό της, καθώς η μητρότητα πραγματικά την ολοκλήρωσε. «Η μητέρα μου ήταν λίγο πιο αυστηρή από τον πατέρα μου, αλλά και για τους δύο δεν μπορείς να πεις ότι ήταν άνθρωποι που είχαν σχέση με την αυστηρότητα. Ήμουν πολύ τυχερό παιδί. Είχα πάρα πολύ καλή μάνα και πολύ καλό πατέρα. Με αντιμετώπιζαν πάντα ως ισότιμο μέλος της οικογένειας. Θυμάμαι η μπιρίμπα άρεσε πολύ στη μητέρα μου. Εγώ ψιλοβαριόμουν, φαντάζομαι και ο πατέρας μου, αλλά εκείνη είχε μανία. Το αγαπημένο της παιχνίδι, βέβαια, ήταν το τάβλι. Και αυτό, επίσης, που παίζαμε όλοι μαζί ήταν το Stratego, στο οποίο γίνονταν φοβερές μάχες. Εκεί δεν με κέρδιζε κανένας. Όποτε, πάντως, είχαν ελεύθερο χρόνο οι γονείς μου, γιατί δεν είχαν και πολύ, τον περνούσαμε μαζί ποιοτικά. Της μητέρας μου της άρεσε να μαγειρεύει, αλλά και να τρώει. Μπουκώναμε, παχαίναμε και μετά λέγαμε "όπα, κράτει τώρα". Πάντα στις δίαιτες όλοι μαζί. Έφτιαχνε πολλά φαγητά, από απλές ομελέτες, στραπατσάδες, μακαρονάδες μέχρι παστίτσια, μουσακάδες. Έκανε τα πάντα».
Οι διώξεις της δικτατορίας
1973: Η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο ανεβάζουν τη θρυλική παράσταση το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το έργο γίνεται σύνθημα στο στόμα των φοιτητών και η παράσταση, αλληγορικά γραμμένη, καταφέρνει να περάσει αρχικά τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Ο Νίκος Ξυλούρης συγκλονίζει με τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος είναι αξεπέραστος στον ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το θέατρο, φυσικά, είναι κατάμεστο κυρίως από την αγανακτισμένη νεολαία, αλλά και από ασφαλίτες, στρατιώτες, αστυφύλακες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους ανάμεσα στο κοινό καταγράφοντας τις φράσεις επάνω στις οποίες ο κόσμος χειροκροτεί. Η σύλληψη του ζεύγους Καζάκου - Καρέζη δεν άργησε να έρθει.

«Το κουδούνι χτύπησε. "Ασφάλεια" μας λένε» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος καθώς διηγείται τη σύλληψή τους. «Μας κατέβασαν κάτω. Κρατιόμασταν από το χέρι. Έρχεται ο επικεφαλής, ήταν ο ταγματάρχης Μπάκας, και μας δίνει μία, μας χωρίζει τα χέρια, πετάνε την Τζένη μέσα σε ένα αυτοκίνητο και εξαφανίζονται. Έμεινα στο πεζοδρόμιο. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ έτσι στη ζωή μου. Πήραν τη γυναίκα μου και έμεινα στο πεζοδρόμιο σαν ηλίθιος να κοιτάζω. Αρχίζω σαν τρελός να την ψάχνω. Δεν ήξερα πού την είχαν. Τελικά την ανακαλύψαμε με έναν φίλο μου γιατρό που ήταν της αμερικανικής πρεσβείας. Έτσι έμαθα από έναν αμερικανό συνταγματάρχη ότι την είχαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βράδυ έπιασαν και μένα. Έναν μήνα και κάτι μείναμε μέσα. Μας άφησαν τα Χριστούγεννα. Δεν μας βασάνισαν σωματικά, αλλά φανταστείτε πως όταν άφησαν την Τζένη και γυρίσει σπίτι, η εξαδέλφη της η Νόρα, με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί, δεν τη γνώρισε. Βάλε με το μυαλό σου εικόνα».

Η Καρέζη και ο Καζάκος, βγαίνοντας από τη φυλακή, είναι αμετανόητοι και περισσότερο πεισμωμένοι να συνεχίσουν το έργο. Όταν η αυλαία πέφτει στην πρώτη παράσταση μετά τη σύλληψη, οι θεατές ραίνουν τους ηθοποιούς με κόκκινα γαρίφαλα υπό την παρουσία δεκάδων όρθιων αστυνομικών και ασφαλιτών. «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναπάω» ψιθυρίζει η Καρέζη.

Η μεγάλη θεατρίνα
Τη χρονιά 1982-1983 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν την παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Με αυτό το έργο για πολλούς σηματοδοτείται η μεγάλη στροφή της Καρέζη προς τους μεγάλους ρόλους. Η ερμηνεία της πράγματι είναι συγκλονιστική. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο όποιος έπαιξε μαζί της, θυμάται: «Ήταν μαγική η συνεργασία της Τζένης με τον Ζυλ Ντασσέν. Η Τζένη μιλούσε γαλλικά, καταλαβαίνετε, λοιπόν, όταν άρχιζαν να συνομιλούν πώς αισθανόμασταν εμείς οι υπόλοιποι, οι αγράμματοι. Είχε τεράστιο άγχος, τόσο που δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά αν η παράσταση θα κάνει επιτυχία ή όχι. Όταν ήθελε να με πειράξει και να κάνουμε αστειάκια, μου μιλούσε στον πληθυντικό. Είμαστε στη γενική πρόβα, λοιπόν, και μου λέει "δεν πειράζει, κύριε Βαλτινέ, εμείς το μεράκι μας το κάναμε. Αν δεν αρέσει στον κόσμο, να βρούμε κανένα εργάκι να το ανεβάσουμε μετά;". Φοβόταν ότι αυτή η στροφή σε ένα ρεπερτόριο πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό, δεν θα της έβγαινε. Τελικά, της βγήκε, γιατί ήταν συγκλονιστική».
Τα «εργάκια», φυσικά, για την Τζένη Καρέζη έπειτα από αυτή την παράσταση τελείωσαν. Συνεχίζει, λοιπόν, με «Εντα Γκάμπλερ» και συγκλονίζει με τη «Μήδεια» σε Ηρώδειο και Επίδαυρο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μίνωος Βολανάκη, συνεργάζεται με τον Ολέγκ Εφρέμοφ στο έργο «Πρόσωπο με πρόσωπο», ανεβάζει «Ηλέκτρα» με τον Ρόμπερτ Στούρουα το 1987, παίζει Τσέχωφ («Ο βυσσινόκηπος») και πικραίνεται εξαιτίας του περίφημου τσιγάρου που άναψε η Άννα Μακράκη στην Επίδαυρο, όταν ανέβασε τον «Οιδίποδα Τύραννο», το 1989, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στούρουα. «Τον παρακαλούσαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, πίσω από το σκηνικό στην Επίδαυρο, να κόψει τη σκηνή με το τσιγάρο» θυμάται ο Κώστας Καζάκος. «Με τίποτα εκείνος. "Φεύγω αυτή τη στιγμή" έλεγε και το σεβαστήκαμε, γιατί δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο Στούρουα. Δεν έγινε μεγάλη φασαρία, απλώς μια παρέα εκνευρίστηκε και φώναξε κάτι, λίγο δυνάμωσε ο θόρυβος, "αίσχος" φώναξαν και κάτι τέτοια. Μετά, μόλις τελείωνε η Μακράκη, έπρεπε να βγει ο Οιδίποδας τυφλωμένος για να παίξει την κορυφαία του σκηνή. Η Τζένη με παρακαλούσε να σταματήσουμε. "Μη βγεις. Πού θα πας σε αυτή τη ζούγκλα; " φώναζε. "Είσαι καλά που δεν θα βγω;" της είπα. Το έλεγε περισσότερο από έγνοια για μένα. Η ίδια ούτε που θα το συζητούσε να μη βγει. Ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Γιατί υπήρχε μια αναστάτωση και έχω την αίσθηση ότι μετά τις πρώτες ατάκες του θρήνου, ηρέμησε η πλατεία και όχι μόνο δεν με έβαλε από κάτω, αλλά μου έδωσε δύναμη και έβγαλε και χειροκρότημα μετά. Το κερδίσαμε το παιχνίδι.
Η τελευταία της παράσταση, πάντως, το "Διαμάντια και μπλουζ" της Λούλας Αναγνωστάκη, θεωρώ ότι ήταν ο κορυφαίος ρόλος της καριέρας της. Έκανε ένα υποκριτικό άλμα, ξεπέρασε και το έργο και τον ρόλο η Τζένη».

Η Τζένη φεύγει...
Η αρρώστια, ο καρκίνος, εκδηλώνεται τη θεατρική χρονιά 1988-1989, όταν η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Οι παραστάσεις διακόπτονται και ίδια πετάει για Λονδίνο, ώστε να χειρουργηθεί. «Η Τζένη ήταν παλικάρι, γνώριζε τα πάντα από την αρχή. Οι γιατροί στο εξωτερικό θέλουν τον άρρωστο μπροστά τους, άμεσο συνεργάτη. Του τα λένε όλα. Εκείνη ήταν μια κοπέλα που ποτέ δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, ήταν κάτι που ήταν πέρα από το οπτικό της πεδίο. Τον φοβόταν τον θάνατο, λοιπόν, αλλά τελικά, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, έφτασε να συμφιλιωθεί με τέτοιο τρόπο, που τις τελευταίες της ημέρες έβγαινε μια περίεργη κατάσταση, σαν ευγνωμοσύνη προς τη ζωή» αναφέρει στο BHmagazino o Κώστας Καζάκος.
Τον Μάιο του 1992, δύο μήνες πριν από το θάνατό της, η Τζένη Καρέζη συγκινεί με την επιστολή που στέλνει προς τον Τύπο, μια κραυγή δίψας για ζωή. «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω» γράφει. Εκείνη η ελπίδα έσβησε στις 27 Ιουλίου του 1992.

Ο Κώστας Καζάκος, στο καμαρίνι του, συγκινημένος θα κλείσει την κουβέντα μας απαγγέλλοντας με τη βαθιά φωνή του Κωνσταντίνο Καβάφη: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις» «Έτσι γενναία αποχαιρέτησε τη ζωή η Τζένη» λέει ο Κώστας Καζάκος. Και η αυλαία κλείνει με χειροκρότημα.
 BHMagazino, Βαρδάκη Ερη


Ζάχος Χατζηφωτίου και Τζένη Καρέζη

Αυτή μία από τις μεγαλύτερες σταρ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτός ένας από τους πιο καταξιωμένους συγγραφείς και δημοσιογράφους. Ο λόγος φυσικά για την Τζένη Καρέζη και το Ζάχο Χατζηφωτίου.

Ο έρωτάς τους θυελλώδης και ο γάμος τους επεισοδιακός. Παντρεύτηκαν το 1962 και μπόρεσαν να μείνουν μαζί μόλις πέντε χρόνια. Η τελετή έμεινε στην ιστορία για τη χλιδή και το πλήθος προσωπικοτήτων. Άλλωστε ο Ζάχος Χατζηφωτίου υπήρξε ο απόλυτος bon viveur της ελληνικής πραγματικότητας, εν αντιθέσει με την πιο χαμηλών τόνων Τζένη Καρέζη.

Το 1967 η Καρέζη έδιωξε το σύζυγό της από το σπίτι καθώς πληροφορήθηκε ότι την απατά. Ο ίδιος, σε μετέπειτα συνεντεύξεις του, μιλώντας για το γάμο του με την μεγάλη ηθοποιό παραδέχεται: «Την Καρέζη την γνώρισα στο Λονδίνο. Μετά ήρθε πίσω στην Ελλάδα, γιατί δούλευε και με παρακάλεσε να πάω να την δω. Ποτέ δεν είχα κόμπλεξ, αλλά ούτε και καμάρωνα που ήμουν μαζί της. Εκείνη την περίοδο είχα δυο βαπόρια και έκανα συνέχεια ταξίδια σε τράπεζες του εξωτερικού. Όσο έλειπα, της έλεγαν διάφοροι ότι είχα φιλενάδα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και όπου αλλού ήθελες. Είχα τους τραπεζίτες αλλά είχα και τις φιλενάδες μου. Βέβαια, εκείνη μου έλεγε: «Εγώ είμαι η Καρέζη και δεν μπορείς να με απατάς».

«Εκείνη μου ζήτησε να χωρίσουμε και αμέσως το δέχτηκα. Αλίμονο! Αμέσως σηκώθηκα κι έφυγα από το σπίτι και ό, τι δικό μου είχα εκεί δεν το ζήτησα ποτέ πίσω. Φυσικά, την αγάπησα την Τζένη, ήταν πολύ καλό παιδί, με άσχημα παιδικά χρόνια. Η μητέρα της ήταν μια κυριούλα πολύ χαμηλών τόνων και ο πατέρας της ήταν ένας αγριάνθρωπος, τον οποίο η Τζένη δεν ήθελε να βλέπει μπροστά της. Είχε κακά νιάτα αυτό το κορίτσι».

Ένας γάμος που έμεινε στην ιστορία τόσο για τη διασημότητα και τις προσωπικότητες και των δύο όσο και για το πόσο αταίριαστοι υπήρξαν!



Κώστας Καζάκος και Τζένη Καρέζη

Μετά το άδοξο τέλος του γάμου της με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, το 1967, η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστούσε στην ταινία της Φίνος Φιλμς, Κοντσέρτο για Πολυβόλα, όπου γνώρισε και τον σύντροφο της ζωής της, Κώστα Καζάκο.

«Το 1967 θεωρώ ότι είναι χρονιά-σταθμός στη ζωή μου. Γιατί τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε στην ταινία του "Κοντσέρτο για Πολυβόλα" όπου πρωταγωνιστούσαμε», θα δήλωνε η ίδια μετά τον γάμο της με τον νεαρό, αντισυμβατικό ηθοποιό. Ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών υπήρξε κεραυνοβόλος, και τους οδήγησε, έναν χρόνο μετά την γνωριμία τους, και συγκεκριμένα στις 5 Αυγούστου του 1968, στα σκαλιά της εκκλησίας. Η τελετή του γάμου υπήρξε άκρως αντίθετη από αυτήν του πολυτελούς και κοσμικού πρώτου γάμου της Ελληνίδας σταρ. Μεταξύ λίγων, καλών φίλων και συγγενών, και χωρίς υπερβολές, έγινε ο γάμος των δύο αγαπημένων πρωταγωνιστών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

 «Από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου», θα πει η Καρέζη αργότερα για τον άντρα της ζωής της και τις προτεραιότητες της που αυτός άλλαξε. Περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, τον Απρίλιο του 1969, η ευτυχία τους ολοκληρώνεται με τον ερχομό στη ζωή του γιού τους, Κωνσταντίνου. Για τον άντρα της ζωής της, που έμεινε μαζί της μέχρι το τέλος, η Καρέζη έλεγε χαρακτηριστικά: «Θα ήθελα να είχα γνωρίσει πιο πριν τον Κώστα. Να είχα κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τίποτα άλλο. Βλέπεις εγώ σε όλη μου τη ζωή περίμενα τον Καζάκο. Δεν τον είχα βρει και περιπλανιόμουν».










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου