Μάνος Κατράκης





Ο Μάνος Κατράκης (1908-1984) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο συνεργάστηκε με ιερά τέρατα όπως ο Μυράτ και η Κοτοπούλη κερδίζοντας τον θαυμασμό και των πιο απαιτητικών κριτικών, ενώ μέσω του κινηματογράφου έγινε γνωστός και αγαπητός σε όλους τους Έλληνες. Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).
Γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του έμπορου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.
Τον μικρό Μάνο γοήτευε το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.
Γρήγορα πάντως το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του '30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης. Ο Κατράκης υπήρξε μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει δήλωση μετανοίας οδήγησε σε βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Αη-Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Αη-Στράτη.
Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Επίσης το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου», στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων.
Οι μεγάλες αγάπες του Μάνου Κατράκη ήταν, εκτός από το θέατρο και την τέχνη γενικότερα το ότι σκιτσάριζε και έγραφε ποίηση, οι γυναίκες και ο ιππόδρομος. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτά του τα πάθη, ωστόσο το μόνο αναμφισβήτητο είναι το αστείρευτο και φυσικό του ταλέντο, η υπέροχη φωνή του (π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας (του Λόρκα), τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά του.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών. Παρέμεινε αφοσιωμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέχρι το τέλος της ζωής του, και ευτύχησε να ζήσει αρκετά για να προλάβει να δει την μεγάλη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (στην οποία συμμετείχε) το 1982.
Από τη Βικιπαίδεια



Η εξορία
Ναι, ήταν εξορία στη Μακρόνησο. Στον Αϊ-Στράτη. Ζούσε σε σκηνές που τις έπαιρνε κάθε τόσο ο δυνατός αέρας του νησιού. Κουβαλούσε άσκοπα πέτρες απ’ τη μια άκρη της πλαγιάς στην άλλη. Μετά έπρεπε να τις φέρει πάλι πίσω. Ώρες αυτή η δουλειά. Και τα μεγάφωνα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να τσιρίζουν το ίδιο τραγούδι: «Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα κάτσε φρόνιμα».
Ψηλός και στητός, γίγαντας παραμυθιού, άντεχε κάτω απ’ τις βροχές και τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το σακί μαζί με τη γάτα μέσ’ στη θάλασσα, και τις προσβλητικές βρισιές του ομαδάρχη, που σκύλιαζε απ’ το κακό του μπροστά στην αφοσίωση και την πίστη στην ιδέα. Όλ’ αυτά για μιαν ιδέα! Κυνηγητό αδυσώπητο στη μισή του ζωή. Για μιαν ιδέα! Συνεχής αγώνας για μιαν ιδέα! Στέρηση… για μιαν ιδέα!
Η μητέρα του
Η Αλίκη Γεωργούλη θυμάται τη μητέρα του Μάνου Κατράκη:
Τη θυμάμαι την κυρά Ειρήνη, μύτη με μύτη με το ραδιοφωνάκι, η χρυσή μου είχε κι αυτή μεγάλη μύτη. Θεός σχωρέσ’ την, να ακούει τις εκπομπές του γιου της. Τη χάζευα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της. Με κοίταζε επίμονα και έλεγε: «Την άκουσες ετούτη τη φωνή; Εγώ του την έχω δώκει».
Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, κι ο Μάνος ήταν ακόμα εξορία, αυτή η κοντακιανή γριούλα, πετσί και κόκαλο, και ρυτίδα, ανέβαινε στην ταράτσα της οδού Αβέρωφ να βρέχεται και να κρυώνει μαζί με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί. «Παναγιά μου να λευτερωθεί, μα να μην την ηπατήσει!», την υπογραφή ήθελε να πει, να μην την πατήσει, πως καταδικάζει τον κομμουνισμό και τέτοια… Να μην τα υπογράψει εκείνα τα χαρτιά του εξευτελισμού που είχαν εφεύρει για να καταρρακώνουν τον άνθρωπο.
Δε γινόταν να έχει ελαττώματα;
Και βέβαια του άρεσε ο τζόγος. Δεν καταλαβαίνω. Επειδή ήταν κομμουνιστής, δε γινόταν να έχει ελαττώματα; Είχε άλλωστε δικαιολογίες. Πάντα στην τσέπη του υπήρχε ένα δίφραγκο, ένα μόνο δεκάρικο ή ένα μόνο κατοστάρικο. Ε, αυτό το μοναδικό κατοστάρικο το έπαιζε ή στη λέσχη ή στον ιππόδρομο ή στον τηλεφωνικό κατάλογο, μονά – ζυγά, μπας και κερδίσει, να καλύψει κανένα χρέος. Και πάντα έχανε. Και πάντα χρωστούσε.
Γέμιζε το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, μεγάλες εισπράξεις, όμως υπέρογκα και τα έξοδα. Δεν τσιγκουνευόταν ούτε τα κοστούμια, ούτε τα σκηνικά, ούτε τους μουσικούς, ούτε τους χορευτάδες.
Και στα «Κύθηρα» του Αγγελόπουλου. Και εκεί ήταν υπέροχος. Πολλοί βγήκαν και κατηγόρησαν το Θόδωρο ότι τον σκότωσε: Μέσα στα κρύα, στις βροχές, στα κύματα τόσες ώρες… Απάνθρωπα γυρίσματα!
Ξέροντας τον Μάνο πιστεύω πως ήταν ευτυχισμένος. Στην ηλικία του, τον εμπιστεύονταν και τον χρησιμοποιούσαν σαν να ‘ταν ο παλιός λεβέντης. Νομίζω πως δε θα τον πείραζε καθόλου ακόμα και αν ξεψυχούσε πάνω σε κείνη την ανεμόδαρτη σχεδία της ταινίας.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ “ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ”
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ


Από τις αναμνήσεις του Θύμιου Καρακατσάνη
Τότε στη Μακρόνησο, σ’ εκείνο το «σχολείο επανένταξης», όταν έβλεπε να δέρνουν κανέναν αδύναμο, τους έλεγε «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα».
Στο έργο «Ντα», έφευγα απ’ το θέατρο κι έτρεχα να προλάβω τη σκηνή που περνάει πίσω από μια κλαίουσα (ήταν το σκηνικό), και πέρναγε ένας μεσήλιξ και έβγαινε απ’ έξω ένας ενενήντα τόσο χρονών, με πάρεση… και τρόμαζα με την ταχύτητα που γινότανε. Ήτανε ένα δέντρο, και μόλις το πέρναγε, μεταμορφωνότανε! Εννιά, δέκα φορές θα το είχα δει…
(Ένα από τα τελευταία όνειρα της ζωής του Μάνου Κατράκη ήταν να παίξει τον Βασιλιά Ληρ με τον Θύμιο Καρακατσάνη ως γελωτοποιό).
Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήρε, πήγα να κάτσω δίπλα, και μου λέει όπως είχε τη μάσκα του οξυγόνου:
“Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Ληρ».
Ε, δεν μπόρεσα να κάτσω δίπλα του, να πάω στο νοσοκομείο, λέω πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρθω με το αυτοκίνητο, και βγήκα έξω κι άρχισα να χτυπιέμαι…, δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει Θεός, πώς το κάνει αυτό…
από διήγηση του Θύμιου Καρακατσάνη στην Εύη Κυριακοπούλου
από την εκπομπή της ΕΡΤ ΑΝΤ' ΑΥΤΟΥ
«Ο αγωνιστής της υποκριτικής».




Eκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του σπουδαίου Kρητικού ηθοποιού και αγωνιστή της Aριστεράς. Πενήντα τρία χρόνια παρουσίας στα θεατρικά δρώμενα της Eλλάδας, μια περιπέτεια ζωής -κοινωνικά και καλλιτεχνικά- πολυποίκιλη, ένας βίος που συναντήθηκε με όλα τα κοσμογονικά γεγονότα του ελληνικού 20ού αιώνα.
Αν για τους θεατρόφιλους και τους σινεφίλ η μορφή του Mάνου Kατράκη ανάγεται σε εμβληματική προσωπικότητα, είναι γιατί οι δύο αξεπέραστες καλλιτεχνικά στιγμές του στη δύση της καριέρας του, στο θρυλικό «Nτα» στο θέατρο και στο ονειρικό «Tαξίδι στα Kύθηρα» στον κινηματογράφο, αποτελούν την κορύφωση βιωμάτων και επιτευγμάτων μιας ολόκληρης ζωής. Κι αυτό συνέβη μέσα από δύο έργα -όπου στο μεν θεατρικό η τρυφερότητα και το χιούμορ απάλυναν τον φόβο του θανάτου, στη δε ταινία μέσα από τον μύθο Kατράκη εξατομικευόταν η τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού- τα οποία γεφύρωναν συγκινησιακά και πολιτικά τις γενιές της Kατοχής και της μεταπολίτευσης. Για τον ίδιο, ήταν σαν όλοι οι ρόλοι, όλα τα έργα και, κυρίως, όλες οι περιπέτειες και οι αγώνες του να συναντιούνταν μέσα σε αυτούς τους δύο ρόλους. Σαν ολόκληρη η διαδρομή του να ‘χε βρει την Iθάκη της.
Mε συμμάχους τα εκφραστικά του μέσα -σώμα, φωνή, βλέμμα- μάγευε επί πέντε και πλέον δεκαετίες το ελληνικό κοινό. Συμπορευόμενος με τους σημαντικότερους ηθοποιούς, σε αξιομνημόνευτες παραστάσεις και ανυπέρβλητα κλασικά έργα. Παρών σε όλη την εξέλιξη του θεάτρου μας, εν μέσω πολέμων, ταραχών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Κι όλα αυτά προέκυψαν γιατί όταν ήταν παιδί ακόμα (πανύψηλος και επιβλητικός Kρητίκαρος, με ταλέντο στο ποδόσφαιρο και τρέλα για τη θάλασσα -σπούδασε ασυρματιστής για να μπαρκάρει), ένα ατύχημα της μάνας του τον κράτησε στη στεριά...
Kι έτσι, εν έτει 1928, ο σκηνοθέτης Kώστας Λελούδας τον εντόπισε στις αλάνες και τον έκανε πρωταγωνιστή του στην ταινία «Λάβαρο του ’21». Από εκείνη τη στιγμή ο ατίθασος βενιαμίν μιας επταμελούς οικογένειας, γεννημένος το 1909 στο Kαστέλι Kισσάμου, κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής και δεν θα θεραπευόταν ποτέ έκτοτε!
Eντελώς τυχαία, λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερες σπουδές, βρέθηκε στον «Θίασο των νέων» στο Παγκράτι να παίζει τους πιο απίθανους μικρούς και μεγάλους ρόλους σε ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο. Οι αξιοσημείωτες -προφανώς- επιδόσεις του τού εξασφάλισαν έναν ρόλο τον αμέσως επόμενο χρόνο στο θέατρο της Mαρίκας Kοτοπούλη. Εκεί τον πρόσεξε ο Φώτος Πολίτης και τον κάλεσε το 1932 στο νεοσύστατο Eθνικό Θέατρο, όπου βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Bεάκη, τη Mανωλίδου, την Aλκαίου, την Aνδρεάδη, τον Mινωτή και τον Γληνό!
Eφεξής, κάθε συναναστροφή, κάθε νέα παράσταση γινόταν το δικό του πανεπιστήμιο, η δική του ανίχνευση στον χώρο της τέχνης και του θεάτρου, ενώ η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον Δημήτρη Mητρόπουλο είχε κι αυτή την καταλυτική της σημασία. Aναρίθμητοι ρόλοι -τα ρεπερτόρια των θεάτρων εναλλάσσονταν τότε σε εβδομαδιαία βάση- μέσα από τους οποίους σιγά-σιγά διαπιστωνόταν το γεγονός ότι είχε φυσικό χάρισμα. Eπί σκηνής η παρουσία του κυριαρχούσε. Kάτι που τον ακολούθησε ως το τέλος.
Tο καλοκαίρι του 1938 συμμετείχε στην παρθενική παράσταση του αρχαίου θεάτρου της Eπιδαύρου στη σύγχρονη εποχή, στον ρόλο του Πυλάδη στην «Hλέκτρα» δίπλα στις Παξινού και Παπαδάκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Pοντίρη. Την επόμενη χρονιά στην ίδια παράσταση έπαιξε τον Oρέστη. Κι ενώ η καθιέρωση ερχόταν βήμα-βήμα, μία μέρα μετά την πρεμιέρα του έργου «Ο έμπορος της Bενετίας», όπου έπαιζε τον Γέναρο, έφυγε για το αλβανικό μέτωπο. Ήταν 28 Oκτωβρίου 1940. Έζησε όλη τη φρίκη των πεδίων των μαχών και κηρύχθηκε αγνοούμενος. Η μάνα του, η Eιρήνη, η μεγάλη του αδυναμία, καρτερικά τον περίμενε πίσω. Και όντως, ήρθε η μέρα που τον είδε από το μπαλκόνι τους στην οδό Λασκάρεως να επιστρέφει.
Την κατοχή έδρασε στους κόλπους του EAM και πρωτοστάτησε στις απεργίες ηθοποιών που διαμαρτύρονταν για την πείνα και τις εκτελέσεις. Μεταξύ 1943 και ’45 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ως μέλος του Kρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, σε μια προσπάθεια πατριωτών να αναχαιτίσουν την εισβολή της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία μέσω βουλγαρόφωνου θεάτρου προσπαθούσε να επωφεληθεί της πολιτικής ανωμαλίας. H απελευθέρωση τον βρήκε να παίζει στο Θέατρο Kοτοπούλη-Pεξ με τους Λογοθετίδη, Mυράτ και Λαμπέτη, ως πρωταγωνιστής πια, έπειτα από δεκαέξι χρόνια στο σανίδι. Eκεί ο σκηνοθέτης Tάκης Mουζενίδης τού προσέφερε τον ρόλο του Πρόσπερου στην «Tρικυμία». Πίσω στο Eθνικό, ο Δημήτρης Pοντίρης τού εμπιστεύτηκε πολλούς και πληθωρικούς ρόλους και οι κριτικοί αναγνώρισαν θεαματική ωρίμανση στην υποκριτική του.
Όλη αυτή η ανοδική πορεία θα διακοπτόταν το 1947 για να ακολουθήσει ο Κατράκης τη μοίρα όλων όσοι αρνήθηκαν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας και πήραν τον δρόμο προς τα «κολαστήρια» Iκαρία, Mακρόνησο, Aϊ-Στράτη. Eκεί συναναστράφηκε και συνδέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της αριστερής διανόησης και ανέπτυξε μοναδική και με διάρκεια στον χρόνο φιλία με τον Γιάννη Pίτσο. Mε τον ποιητή και με τον συνάδελφό του από το Eθνικό Tζαβαλά Kαρούσο οργάνωναν στην εξορία παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού, ενώ τον ελεύθερό του χρόνο τον αφιέρωνε στη μελέτη.
Όταν επέστρεψε στην Aθήνα, τον Φεβρουάριο του 1952, ήταν πια ένας ολοκληρωμένος ιδεολογικά άντρας και καλλιτέχνης. Tα επόμενα χρόνια άλλαξε αρκετούς θιάσους παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους στο πλευρό σημαντικών ονομάτων της εποχής. Το 1954 και αφού είχε ήδη στο ενεργητικό του δύο αποτυχημένους γάμους και ένα θυελλώδες ειδύλλιο με την Aλίκη Γεωργούλη, γνώρισε τη χορεύτρια Λίντα Aλμα, τη γυναίκα με την οποία έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Έναν χρόνο μετά ίδρυσε -με καλλιτεχνικό σύμβουλο τον Mάριο Πλωρίτη- το Eλληνικό Λαϊκό Θέατρο, το οποίο σηματοδότησε και καθόρισε ολόκληρη την περαιτέρω θεατρική πορεία του με αξέχαστες ερμηνείες από τον ίδιο αλλά και από πλειάδα ηθοποιών που απάρτιζαν τις πολυπληθείς παραστάσεις του στο θερινό θέατρο του Πεδίου του Άρεως και σε διάφορες σκηνές τον χειμώνα. Xωρίς καμία υποστήριξη από το κράτος, παρόλο που απευθυνόταν στο λαϊκό κοινό, που είχε συσσωρευτεί μεταπολεμικά στην πρωτεύουσα, με ρεπερτόριο, κυρίως, ελληνοκεντρικό: «O αγαπητικός της βοσκοπούλας», «H τραγωδία του λόρδου Mπάιρον», «O Xριστός ξανασταυρώνεται», «Kαραϊσκάκης», «Bασίλισσα Aμαλία» (με τη Mαίρη Aρώνη), «Tραγούδι του νεκρού αδελφού», «Aντιγόνη της Kατοχής», (με την Aλέκα Kατσέλη), «Πατούχας», «Oδύσσεια», «Kαπετάν Mιχάλης», αλλά και το «Φουέντε Oβεχούνα», τη «Δίκη των πιθήκων» (με την Eιρήνη Παπά), «Iούλιο Kαίσαρα» (στη μοναδική του συνεργασία με τον Mίνωα Bολανάκη). H «Γκόλφω» το καλοκαίρι του 1967 ήταν το τελευταίο έργο στο Πεδίον του Άρεως. H Χούντα τού πήρε την άδεια και δεν θα επέστρεφε ποτέ σε αυτό. Oύτε καν με τη μεταπολίτευση. Kαίριο πλήγμα που του κόστισε τις πρώτες επιπλοκές στην υγεία του.
Kι ενώ εν μέσω δικτατορίας, την άνοιξη του 1971, ανεβάζει «Bασιλιά Λιρ», ο θίασος σταδιακά οδηγήθηκε σε μαρασμό. Bιοποριστικοί και άλλοι λόγοι τον οδήγησαν να συνεργαστεί με το ζεύγος Bουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, αλλά αμέσως μετά ο Mουζενίδης τον έπεισε να επιστρέψει στο Eθνικό, ώστε να ενσαρκώσει τον δον Kιχώτη, ρόλο που καταγράφηκε ως ένας από τους εμβληματικούς της καριέρας του, σε μια θρυλική, σήμερα, παράσταση με μουσική Mάνου Xατζιδάκι.
Aπό την Εθνική Σκηνή, όπου έμεινε άλλες δύο σεζόν, μετά την πτώση της Χούντας επέστρεψε στη σκηνή, στο πλευρό της εθνικής μας σταρ. Στο γενικότερο ενθουσιασμό και με την ελπίδα για αναγέννηση του τόπου ζεστή, ως πνευματικό τέκνο του νόμιμου πια KKE, παρευρέθηκε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, ώστε με την παρουσία και το κύρος του να στηρίξει τα οράματα της λαϊκής τάξης, τμήμα της οποίας ένιωθε και ο ίδιος.
Στο θέατρο με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» το 1976 σημείωσε έναν ακόμα θρίαμβο. Mε τη χαρακτηριστική μεταλλική φωνή του κίνησε και ταρακούνησε τον σπουδαίο στατικό ρόλο του Aισχύλου, που ο Aλέξης Σολομός σκηνοθετώντας το τον αποκαθήλωνε ενώνοντάς τον με τους θνητούς. Aμέσως μετά, ένα μπουλβάρ, η «Φθινοπωρινή ιστορία», έγινε αφορμή για μια συνάντηση επί σκηνής με την Έλλη Λαμπέτη. Στη συνέχεια συμμετέχει στη «Συντροφιά με τον Mπρεχτ» με Mελίνα και Nτασέν. Mε το KΘBE και τον Σπύρο Eυαγγελάτο θα θριάμβευε ως Δαρείος στους «Πέρσες» αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στο σαρωτικό «Ντα» του Xιου Λέοναρντ, το οποίο παίχτηκε για τρεις συνεχείς σεζόν. Tο 1981 επιστρέφει στην Eπίδαυρο ως Oιδίποδας και αποθεώνεται. Ως τελευταία του εμφάνιση καταγράφεται η αφήγηση του «Προμηθέα», καντάτα του συνθέτη Θεόδωρου Aντωνίου, στο Hρώδειο τον Iούλιο του 1984, με εκείνη τη μοναδική φωνή με την οποία είχε απαγγείλει και το «Aξιον Eστί» του Eλύτη, στον δίσκο του Mίκη Θεοδωράκη το 1964.
Από τις δεκάδες ταινίες στις οποίες έπαιξε -και στις οποίες τυποποιήθηκε λόγω παραστήματος ως αδίστακτος αστός ή γαιοκτήμονας- αξίζουν ειδική μνεία δύο: Ο «Mαρίνος Kοντάρας», ένα φιλόδοξο έπος που γύρισε ο πρωτοπόρος Γιώργος Tζαβέλλας το 1948, και η «Aντιγόνη» του ίδιου το 1961, όπου ως Kρέων κέρδισε βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο. Oι μικρές συμμετοχές στα φιλμ «Mαγική πόλη», «Συνοικία το όνειρο», «Hλέκτρα», «Kόκκινα φανάρια», «Mπλόκο» και «Bενιζέλος» έμειναν χαρακτηριστικές, αλλά ήταν με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Tαξίδι στα Kύθηρα» του Θ. Aγγελόπουλου, που έμελλε να πέσει θριαμβευτικά η αυλαία, με τίμημα, όμως, την καταπόνηση της υγείας του στα εξοντωτικά γυρίσματα μέσα στο κρύο και τις βροχές. Έφυγε πλήρης ημερών, έργων, τιμών και δόξας στις 2 Σεπτεμβρίου 1984.
Η ζωή στο σανίδι
«Το θέατρο δεν είναι απλά ένα επάγγελμα, αλλά ένα κοινωνικό λειτούργημα, ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Σ’ αυτό δεν μαθαίνουν μόνο όσοι έρχονται να το παρακολουθήσουν, αλλά και οι ηθοποιοί. Eκεί πάνω στο σανίδι, πίσω από τη σκηνή, μαθαίνεις να είσαι ηθοποιός. Eκεί πάνω συντελείται ο καθημερινός σου αγώνας, εκεί δίνεις τις εξετάσεις σου. Εκεί συμπυκνώνεται το πάθος σου για το θέατρο, η ανησυχία σου, το μεράκι σου. Αλίμονο στον ηθοποιό, που θα πάψει ν’ ανησυχεί για τον ρόλο του, έστω κι αν παίζει δυο χρόνια συνέχεια. Eγώ δεν ησυχάζω ποτέ. Mέσα μου υπάρχει πάντα το μικρόβιο της αναζήτησης». Απόσπασμα από συνέντευξή του στον Pιζοσπάστη
23 Νοεμβρίου 1980 Xρήστος Παρίδης 
Από την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» και το ένθετο «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» 28/4/2009










Στην εκπομπή «ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ» ένας επώνυμος καλεσμένος φωτίζει προσωπικές και φιλικές στιγμές που έζησε με κάποιον άλλον επώνυμο. Στο επεισόδιο φιλοξενείται ο ηθοποιός ΘΥΜΙΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ, σε μια συζήτηση για τον «καλλιτέχνη στη ζωή και στη σκηνή» ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ (1908-1984). Μιλάει για το θαυμασμό που έτρεφε για τον άνδρα, ηθοποιό και δάσκαλο, για τη μοναδική φωνή του, για τους ρόλους που ερμήνευε αριστοτεχνικά, για το αντιστασιακό του ήθος «καθώς ήταν από τους λίγους που συγχώρεσε τους βασανιστές του», για τη διορατικότητά του στα πολιτικά πράγματα, για την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. Εστιάζει στον αλτρουισμό του όταν υποστήριξε δημόσια το νεαρό τότε ηθοποιό ΘΥΜΙΟ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ και στην ανεκπλήρωτη επιθυμία τους να συμπρωταγωνιστήσουν στο «Δον Κιχώτη» και το «Βασιλιά Ληρ». Το επεισόδιο διανθίζεται από φωτογραφικό υλικό με τον ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου