Είδος:
|
Δραματική
|
Παραγωγή:
|
Μήλλας Φιλμ
|
Διάρκεια:
|
90
|
Εισιτήρια:
|
134.142
|
Α Προβολή:
|
21/11/1955
|
Ηθοποιοί:
|
Μελίνα Μερκούρη,
Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Χριστίνα Καλογερικού, Σοφία Βέμπο, Βούλα Ζουμπουλάκη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Τασώ Καββαδία, Νίτσα Παππά, Κώστας Κακκαβάς, Χρυσούλα Πατεράκη, Γ. Πομώνης, Γιάννης Αλεξανδρίδης, Ελένη Χαλκούση, Γεράσιμος Μαλιωρής, Πιτσίλος Νότης |
ΣΕΝΑΡΙΟ: Μιχάλης Κακογιάννης, Ιάκωβος Καμπανέλλης (από το θεατρικό του έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», εμπνευσμένο δραματουργικά από το μύθο της Κάρμεν)
ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάνος Χατζιδάκις
ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάνος Χατζιδάκις
ΣΚΗΝΙΚΑ: Γιάννης Τσαρούχης
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Ντένη Βαχλιώτη (υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962 με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για την ταινία «Μεγάλος Γκάτσμπι»)
ΥΠΟΘΕΣΗ: Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια σε καμπαρέ. Είναι μια ψηλή, εκρηκτική ξανθιά, που ζει και ερωτεύεται ελεύθερα. Ο πρώτος της έρωτας είναι γόνος μεγάλης οικογένειας, που γρήγορα τον βαριέται. Αργότερα, γνωρίζεται με τον Μίλτο, έναν νεαρό αθλητή, που τον τραβάει σαν μαγνήτης. Είναι δυνατός και αποφασιστικός. Ο έρωτάς τους είναι μια μάχη μεταξύ του θερμόαιμου αρσενικού και του γεμάτου πάθη θηλυκού. Όταν ο Μίλτος δίνει στη Στέλλα τελεσίγραφο: ή παντρεύονται ή χωρίζουν, η Στέλλα δέχεται, αλλά το μετανιώνει αμέσως. Δεν θέλει γάμο, ούτε οικογένεια, ούτε κανέναν άνδρα να την αγαπά. Τη μέρα του γάμου, ενώ ο Μίλτος την περιμένει στην εκκλησία, η Στέλλα βγαίνει στο δρόμο, όπου και γνωρίζει έναν νεαρό. Μένει μαζί του όλη τη νύχτα και την αυγή επιστρέφει στο σπίτι της. Στον έρημο δρόμο, ο Μίλτος αποφασισμένος να υπερασπισθεί την τιμή του, την περιμένει μ’ ένα μαχαίρι στα χέρια. Πλησιάζουν ο ένας τον άλλο με αργά βήματα. Η λάμα αστράφτει και ο Μίλτος πνίγει τα χείλια της Στέλλας που αργοπεθαίνει με άγρια φιλιά...
(* Ταινία σταθμός στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που έκανε τη Μελίνα Μερκούρη σταρ και εκπροσώπησε επίσημα την Ελλάδα στο Φεστιβάλ κινηματογράφου των Κανών το 1955. Διακρίθηκε σε πολλά άλλα κινηματογραφικά Φεστιβάλ και κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλυγουντ.
* Τους στίχους του τραγουδιού «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», που ακούγεται στην ταινία, έγραψε ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Είναι κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού έργου «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Είναι η τελευταία ταινία της «Μήλλας Φιλμ». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία τόσο στην Ελλάδα, που προβλήθηκε για τρείς ολόκληρες εβδομάδες, όσο και στο εξωτερικό.)
Τι να πρωτοπεί κανείς για τη «Στέλλα»! Μουσική, Μάνος Χατζιδάκις με τη συνδρομή του Βασίλη Τσιτσάνη (ποιος δεν θυμάται την αισθαντική φωνή της Μελίνας να τραγουδά «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι";
Επειδή όμως για τους νεότερους περισσότερο γνωστή
είναι η διάσημη ατάκα παρά η ίδια η ταινία (ίσως κάποιοι να έχουν συγκρατήσει
και τη σπαρακτική εικόνα της Μελίνας στην αγκαλιά του Γιώργου Φούντα που,
συντετριμμένος, της μπήγει βαθιά το μαχαίρι), θυμίζουμε την υπόθεσή της: Η
Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο «Παράδεισος» και έχει δεσμό με τον Αλέκο,
γόνο πλούσιας οικογένειας. Μία ακόμη φορά, αυτή θα είναι που θα θέσει τέρμα στο
δεσμό τους, πριν φθαρεί η σχέση. Ομως ο Αλέκος θα σκοτωθεί σε ένα ατύχημα. Η
Στέλλα αρχικά θα αποφύγει τη στενή πολιορκία του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού,
Μίλτου. Αργότερα θα υποκύψει στη γοητεία του. Αλλά θα θέσει τους δικούς της
όρους προκειμένου να συνεχιστεί η σχέση τους. Ο Μίλτος δεν θα τους
συμμεριστεί...
Την εποχή εκείνη (δεκαετία του '50) το μοντέλο
της γυναίκας που ενσαρκώνει η Μερκούρη φαντάζει πρωτόγνωρο και άκρως
προκλητικό. Θα λέγαμε πως «εκρήγνυται» στην ελληνική κοινωνία: κόντρα στους
τυποποιημένους ρόλους της γλυκερής παρθένας, του «καλού κοριτσιού» από σπίτι,
της χρυσοχέρας νοικοκυράς, της άμεμπτης χήρας και της άσπιλης γεροντοκόρης,
που, σε κάθε περίπτωση, ποντάρουν σε ένα (πλούσιο) γάμο, η «Στέλλα», σύμβολο
της γυναικείας απελευθέρωσης και ταυτόχρονα τραγική ηρωίδα, κερδίζει επιτέλους
τη θέση της στον συντηρητικό ελληνικό κινηματογράφο: είναι ελεύθερη, θέλει να
παραμείνει ελεύθερη και διεκδικεί με πάθος τον έρωτα. Και, κυρίως, είναι
πρόθυμη να αναλάβει το κόστος που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή. Μέχρι τέλους.
Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στον Χρήστο
Σιάφκο, στη βιογραφία του «Μιχάλης Κακογιάννης σε πρώτο πλάνο» που κυκλοφόρησε
πρόσφατα (εκδ. Ψυχογιός), μετά το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» «θα μπορούσα να
συνεχίσω με τη Λαμπέτη και τον Χορν αλλά αποφάσισα πως ήθελα τη Μελίνα. (...) Ήταν
μάγισσα, σε γοήτευε με τη ζωντάνια της. Όταν τη γνώρισα, φορούσε μια πλεχτή
κόκκινη σκούφια που πλαισίωνε δύο τεράστια καστανόχρυσα μάτια. Σαν την Κοκκινοσκουφίτσα
του παραμυθιού έμοιαζε. Με έπειθε για πολλά, για ένα μόνο δεν μπόρεσε να με
πείσει μέχρι τέλους, για την περιβόητη σεξουαλικότητά της. Το έπαιζε νομίζω,
της άρεσε να κάνει τη γόησσα. Ο Φιλοποίμην Φίνος έλεγε γι' αυτήν πως με το
στόμα που είχε δεν θα μπορούσε να κάνει καριέρα. Ε, αυτό το στόμα εγώ το
εκμεταλλεύτηκα απόλυτα».
Βασισμένη στο θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η
Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», ήταν η πρώτη ταινία της Μελίνας. Τον Φούντα, ο Μ.
Κακογιάννης τον είχε δει στον κινηματογράφο. «Της τον γνώρισα κι έγινε τακτικός
στα σουαρέ της (...)».
Θυμάται ακόμα τα γέλια και τις εξόδους τους με τη
Μελίνα Μερκούρη. «Πηγαίναμε στα μπουζούκια στην Εθνική Οδό. Είχε πολλά τότε. Ήθελα
να ρουφήξω την ατμόσφαιρα για να τη μεταφέρω στην ταινία. Ερχόταν μαζί μας κι ο
Φούντας, που θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αρσενικό».
Στα ατού της ταινίας και η Βέμπο. «Ήθελα μια
γνωστή τραγουδίστρια που να μπορούσε και να παίζει. Νόμιζα αρχικά ότι είχε
χάσει τη φωνή της, ενώ δεν ήταν αλήθεια. Και η Βούλα Ζουμπουλάκη είχε
εξαιρετική φωνή, αλλά ντρεπόταν λιγάκι που υποδυόταν τη μπουζουξού. Τα έκανε
όλα λίγο απολογητικά. Με έπεισε να την πάρω η Μελίνα». Σε μία από τις σκηνές,
«που ως συνήθως ντρεπόταν να υποδυθεί τη λαϊκή τραγουδίστρια, της παίξαμε με
τον Χατζιδάκι παντομίμα το ρόλο της και παρ’ ολίγον να μην γίνει γύρισμα από τα
γέλια».
Το λαϊκό κέντρο ο «Παράδεισος» υπήρχε όντως στη
Νεάπολη. «'Ημουν πάντα της άποψης πως ήταν καλύτερο να εκμεταλλευόμαστε
υπάρχοντες χώρους παρά να στήνουμε ψεύτικους».
Τοιχογραφία της Αθήνας
Όσο για το τρίστρατο που φαίνεται στο φινάλε,
αγνώριστο σήμερα, σχηματίζεται από τη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα
και Τσαμαδού. Η «Στέλλα» αποτελεί μια εξαιρετική τοιχογραφία της τότε Αθήνας.
Υπήρχε ωστόσο και μια μερίδα της κριτικής που δεν
καλοδέχτηκε την ταινία: κάποιοι χαρακτήρισαν τον Κακογιάννη ως σνομπ μεγαλοαστό
που δεν ήξερε το αντικείμενο το οποίο πραγματευόταν. Όπως λέει ο ίδιος στη
βιογραφία του, «ανέφεραν ως παράδειγμα τους στίχους μου "τα παλικάρια
παρατούνε τα ζάρια κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά", διερωτώμενοι τι
γνώριζα εγώ από τα παλικάρια, που όλη την ημέρα δούλευαν και δεν έπαιζαν ούτε
τάβλι ούτε τίποτα. Γελοίες κριτικές, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, που ξεχάστηκαν
εντελώς».
Η «Στέλλα» πήγε στις Κάνες και δημιούργησε σάλο
-τότε μάλιστα ήταν που η Μελίνα γνώρισε τον Ντασέν. Ή μάλλον που έσπευσε αυτός
να τη γνωρίσει. Κι έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Η νεότατη τότε Ροζίτα Σώκου
στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι με αφορμή την ταινία ο ελληνικός
κινηματογράφος συζητήθηκε και θεωρήθηκε επιτέλους υπολογίσιμος παράγοντας στην
ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή. Σύμφωνα με την Ελένη Βλάχου, «η
"Στέλλα" είναι ένα καλοχτισμένο μελόδραμα που διηγείται με ευφυΐα και
αίσθημα την ιστορία μιας ατίθασης, υπερήφανης και αρκετά άτακτης κοπέλας, της
«Στέλλας» που ζητεί να συνδυάσει τον έρωτα και την ελευθερία και να βρει μια
ευτυχία χωρίς δεσμούς».
Στην περίφημη αφίσα της "Στέλλας", του
Κακογιάννη, που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και μάστορας της γιγαντοαφίσας Γιώργος
Βακιρτζής, μέσα από έντονες εξπρεσιονιστικές πινελιές τονίζονται ο ερωτισμός, η
περηφάνια και η μαγκιά της Μελίνας Μερκούρη. Την ίδια εποχή, οι γάλλοι
ομότεχνοί του προτιμούν να προβάλλουν τη φινέτσα και το πάθος της
πρωταγωνίστριας με ένα κατακόκκινο μαντίλι στο λαιμό της, ενώ η ιταλική αφίσα
της ταινίας έχει την αισθητική τής Τσινετσιτά. Ο Γιώργος Πηλιχός συγκέντρωσε
αυτές και πολλές ακόμα (479!) αφίσες της Μελίνας σε έναν ογκώδη, πολυτελή τόμο
(«Μελίνα. Κυριακή για πάντα», εκδόσεις «Κέρκυρα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου