Η Έλλη Λαμπέτη (13 Απριλίου 1926 – 3 Σεπτεμβρίου
1983) ήταν μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς.
Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της
όνομα ήταν Έλλη Λούκου (το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του
Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη). Ο πατέρας της Κώστας Λούκος
είχε μια ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6
αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941. Το
1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα.
Το 1941 έδωσε εξετάσεις και απέτυχε τόσο στη
δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η
Μαρίκα Κοτοπούλη όμως αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή
της. Άλλαξε το επώνυμό της από Λούκου σε Λαμπέτη, όταν διάβασε το βιβλίο
"Αστραπόγιαννος" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Πρώτη της θεατρική
εμφάνιση το 1942 στο έργο "Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο" του
Γκέρχαρντ Χάουπτμαν. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα '46-'48
είναι αυτή που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της
στον "Γυάλινο κόσμο", στην "Αντιγόνη" και στο πρώτο
ανέβασμα του "Ματωμένου Γάμου" στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία
έγραψε τη γνωστή πλέον μουσική ο Χατζηδάκις. Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με
τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκει
στο θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το "Πεγκ
καρδούλα μου" και η "Κληρονόμος", έργα που ξανανέβασε αρχές '60.
Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη -
Παππά - Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη
επιτυχία κλασικά έργα, όπως το "Νυφικό κρεβάτι", "Αριστοκρατικός
δρόμος", "Το παιχνίδι της μοναξιάς" και περιόδευσαν σε Αίγυπτο,
Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959,
συνεχίζει τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία '60 με δικό της θίασο, με
μεγαλύτερή της επιτυχία το "Λεωφορείο ο πόθος" (της είχε στείλει και
συγχαρητήρια επιστολή ο Σεφέρης) και το "Πέπσι" εμπορικά (έκανε 400
παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή). Όμως η πιο ώριμη επαγγελματική
δεκαετία της ήταν του '70, παρόλα τα προσωπικά της προβλήματα. Ανέβασε με εξίσου
μεγάλη επιτυχία από μιούζικαλ ("Ιρμα", 1972) μέχρι Τσέχωφ
("Βυσσινοκηπος", 1974 με Παπαμιχαήλ). Το 1977 συνεργάστηκε στη
"Φθινοπωρινή ιστορία" με τον Μάνο Κατράκη, που επιπλέον τους συνέδεε
βαθιά φιλία. Ανεπανάληπτες οι ερμηνείες της στο "Δεσποινίς
Μαργαρίτα", τη "Φιλουμένα Μαρτουράνο" και στα
"Μονόπρακτα". Τελευταία της παρουσία στο Θέατρο ήταν το 1981 στο έργο
"Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού" υποδυόμενη με επιτυχία την
κωφάλαλη Σάρα. Και στον ελληνικό κινηματογράφο οι επιτυχίες της δεν ήταν λίγες,
ιδιαίτερα στο "Κορίτσι με τα μαύρα", "Κυριακάτικο ξύπνημα"
αλλά και στο "Η Κάλπικη λίρα".
Για την ερμηνεία της στο "Τελευταίο
ψέμα" ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and
Television Arts) A' γυναικείου ρόλου.
Το Φεβρουάριο του '43, λίγους μήνες μετά το
πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στο θέατρο, γνωρίζει τον πρώτο (και μεγαλύτερο
κατά ομολογία της) έρωτα της ζωής της, τον Θ. Σγουρδέλη, διπλωμάτη και ποιητή
που ζούσε μόνιμα στη Γαλλία και βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Η σχέση
τους κράτησε κάτι λιγότερο από 2 χρόνια. Έγραψε για χάρη της μια ποιητική
συλλογή με τίτλο "Ατέρμονη πορεία προς τον ήλιο", την απομάκρυνε από
το θέατρο και προσπάθησε να τη στρέψει στη ζωγραφική, αλλά όταν ξαναγύρισε στο
Παρίσι εκείνη δεν τον ακολούθησε. Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη έζησαν πάλι έναν
θυελλώδη έρωτα το καλοκαίρι του 1949 που διήρκεσε έξι μήνες και
συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο. Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος
παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της)
το 1950 υπήρξε ατυχής. Χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν και
μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου
και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή. Όμως, δεν
παντρεύτηκαν ποτέ και επιπλέον η Λαμπέτη αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση στο παιδί
που κυοφορούσε από εκείνον.
Από τον Δ. Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον
αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέηκμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο
παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια σε
διάσταση. Σημαντική γνωριμία στη ζωή της στάθηκε ο γνωστός ηθοποιός Κώστας
Καρράς, με τον οποίο η Λαμπέτη ονειρευόταν για άλλη μια φορά τον γάμο και την
οικογένεια. Θα παίξουν μαζί στο "Θυμήσου τον Σεπτέμβρη", αλλά εμπόδιο
στα σχέδιά της είναι το νεαρό της ηλικίας του και το ότι εκείνος είναι
παντρεμένος, κάτι που η ίδια αγνοούσε. Θα μάθει την αλήθεια από τη γνωστή πλέον
ηθοποιό Βέρα Κρούσκα, η οποία έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα στο πλευρό της
Λαμπέτη.
Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση της στη ζωή της
ηθοποιού το 1969, αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε
όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά
τον θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού. Μετά την εγχείρηση (ολική
μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ επιστρέφει και προσπαθεί να το
ξεπεράσει.
Μια προσπάθεια υιοθεσίας από κοινού με τον
Γουέηκμαν, (της μικρής Έλίζας), της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν
δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4
χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική
κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο.
Ο καρκίνος έκανε την επανεμφάνισή του μετά από
11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες στις
οποίες υποβλήθηκε έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να
χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην
Αθήνα ήταν τα "Παιδιά ενός κατώτερου Θεού" στον ρόλο της κωφης Σάρα.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στις 7.30' το πρωί άφησε
την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ, όπου είχε
μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της μεταφέρθηκε
στην Αθήνα και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α'
Νεκροταφείο Αθηνών.
Η τελευταία προσφορά της ήταν η δωρεά των ματιών
της.
Η Έλλη Λαμπέτη είχε τιμηθεί με το επαμειβόμενο
βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για τη διετία 1949-1951.
Μετά τον θάνατό της, ο κινηματογράφος
"Γρανάδα", που βρίσκεται στη λεωφόρο Αλεξάνδρας 106, μετονομάστηκε
και λειτουργεί μέχρι σήμερα ως θέατρο με το όνομα "Λαμπέτη".
Από
τη Βικιπαίδεια
[…] Όταν η Έλλη ανακοίνωσε στην οικογένειά της
την απόφασή της να γίνει ηθοποιός, ο δίδυμος αδελφός της, ο Τάκης της είπε:
“Έλλη, φοβάμαι”. Κι επειδή η αδερφή του τον κοίταζε ξαφνιασμένη: “Μεγάλωσες σε ένα σπίτι γεμάτο από αγάπη. Πώς θ’ αντέξεις τώρα σε ένα επάγγελμα που δεν θα σ’ αγαπάει κανείς;”
“Γιατί δεν θα μ’ αγαπάει κανείς;” ρώτησε η Έλλη.
Ο Τάκης την κοίταξε ήρεμα: “Γιατί θα ‘σαι η πρώτη”, της είπε.
“Έλλη, φοβάμαι”. Κι επειδή η αδερφή του τον κοίταζε ξαφνιασμένη: “Μεγάλωσες σε ένα σπίτι γεμάτο από αγάπη. Πώς θ’ αντέξεις τώρα σε ένα επάγγελμα που δεν θα σ’ αγαπάει κανείς;”
“Γιατί δεν θα μ’ αγαπάει κανείς;” ρώτησε η Έλλη.
Ο Τάκης την κοίταξε ήρεμα: “Γιατί θα ‘σαι η πρώτη”, της είπε.
“Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο”, λέει ο
Κουν. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει
στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο. Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”. […]
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο. Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”. […]
[…] Θα μπορούσε να ‘ναι μια τσακισμένη γυναίκα,
έτσι όπως γυρίζει στις 25 Σεπτεμβρίου του 1980 με καμένα τα σπλάγχνα από τις
ακτίνες λέιζερ και με παράλυτη τη μια φωνητική της χορδή. Και βέβαια, μ’ ένα
γυμνό κρανίο, που θα ‘ναι αναγκασμένη να το κουκουλώνει απ’ εδώ και μπρος μ’
ένα μάλλινο σκούφο -ώσπου να βγουν πάλι τα μαλλιά της.
Τι ειρωνία αλήθεια: “Για δυο πράματα καμάρωνα πάντα στη ζωή μου” θα πει κάποια στιγμή στην Ελλάδα. “Το στήθος μου και τα μαλλιά μου. Τα ‘χασα μέσα σε δέκα χρόνια και τα δυο”.
Τα ‘χασε όλα εκτός από τη δύναμή της – αυτό το αόρατο ατσάλι που κρύβει μέσα της και την κρατάει όρθια στις δύσκολες ώρες. Ακόμα και με πυρπολημένα σωθικά, κάνει πάλι θεατρικά σχέδια για τον χειμώνα. […]
Τι ειρωνία αλήθεια: “Για δυο πράματα καμάρωνα πάντα στη ζωή μου” θα πει κάποια στιγμή στην Ελλάδα. “Το στήθος μου και τα μαλλιά μου. Τα ‘χασα μέσα σε δέκα χρόνια και τα δυο”.
Τα ‘χασε όλα εκτός από τη δύναμή της – αυτό το αόρατο ατσάλι που κρύβει μέσα της και την κρατάει όρθια στις δύσκολες ώρες. Ακόμα και με πυρπολημένα σωθικά, κάνει πάλι θεατρικά σχέδια για τον χειμώνα. […]
ΦΡΕΝΤΥ
ΓΕΡΜΑΝΟΣ “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ”, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
[…] Η Έλλη Λαμπέτη θυμάται τις πρόβες από τον
πρώτο της ρόλο:
Κι ήρθε κάποτε η ώρα να δοκιμαστούμε σ’ ένα
αληθινό έργο. Παίζαμε τους Φοιτητές του Ξενόπουλου. Μου είχαν δώσει και
μένα, με πολλή περιφρόνηση, ένα ρόλο. Κι απ’ την πρώτη μου φράση: “Πώς του
φαίνεται του κυρίου το δωμάτιο;” κατάλαβα γύρω μου μια ανατριχίλα. Απ’ τη σιωπή
που άκουσα, κατάλαβα… Κι αμέσως βρέθηκα σαν ψάρι στο νερό. Λέει ο Μπαστιάς στη
Μαρίκα μετά: “Αυτή είναι μεγάλο ταλέντο”. Κι έρχεται εκείνη και με βάζει να το
πω πάλι. Κι ύστερα πάλι και πάλι, μ’ έβαζε να το λέω σ’ όλους: “Πώς του
φαίνεται του κυρίου το δωμάτιο;”. Ένιωθα λίγο σαν τον Καραγκιόζη που τον
περιφέρεις για να κάνεις θέαμα.
Αργότερα μ’ έβαζε να επαναλαμβάνω το ρόλο της Πολυξένης από την Εκάβη, όταν της αναγγέλλουν ότι θα πεθάνει. Εκείνον τον καταπληκτικό μονόλογο: “Ω, κακό πώπαθες, βαριόμοιρη μάνα, τα βάσανα ζωσμένη…”. Βλέπεις, δεν λέει “τι έπαθα”, λέει στη μάνα της “τι έπαθες”! Αυτόν τον ρόλο μας είχε δώσει να τον μάθουμε όλα τα κορίτσια. Κι όταν ήρθε η σειρά μου να το πω με τα πρώτα λόγια “ω κακό πώπαθες”, αρχίζουν να τρέχουν από δω κάτι ζεστά στα μάγουλά μου – δάκρυα!… Δεν έκλαιγα, δεν ήταν όπως όταν κλαίμε, που το κλάμα βγαίνει απ’ το στήθος, απλούστατα έτρεχαν τα δάκρυα… “Θα πιω και πάλι, ωστόσο…” και είπα το κομμάτι κι όλοι κλαίγανε.
Την είχα δει από πριν, την ώρα που έπαιζα. Η Μαρίκα καθόταν σε μιαν άκρη της αίθουσας και απολάμβανε. Κι όταν τελείωσα, την άκουγα που είπε σαν να μονολογούσε: “Τι είσαι εσύ!”… Κι έπεσαν όλοι επάνω μου και ‘γω έτρεμα απ’ τη συγκίνηση κι εκείνη καμάρωνε.
Με παίρνει λοιπόν παράμερα και μου λέει: “Αύριο στις 11 το πρωί θα είσαι στο σπίτι μου – θα σου διαβάσω τα γράμματα του Δραγούμη”. Θα το ‘χεις ακούσει πως η Μαρίκα κι ο Δραγούμης ήταν ερωτευμένοι. Και της ήρθε να το πει αυτό σ’ ένα κοριτσάκι! Ξαφνιάστηκα· όμως από ένστικτο κατάλαβα πως ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούσε να μου κάνει: να μου εκμυστηρευτεί τα μύχια της.
Τέλος πάντων, δεν μου διάβασε ποτέ εκείνα τα γράμματα· ώσπου να πάω στο σπίτι της το είχε ξεχάσει. Τελικά τα βρήκα εγώ αργότερα και τα διάβασα. Πραγματικά ο Δραγούμης την αγαπούσε πάρα πολύ· ήταν μια σοφή γυναίκα, αν και χαμένη κι αυτή – θέλω να πω δεν είχε αξιοποιήσει απόλυτα το ταλέντο της. […]
Αργότερα μ’ έβαζε να επαναλαμβάνω το ρόλο της Πολυξένης από την Εκάβη, όταν της αναγγέλλουν ότι θα πεθάνει. Εκείνον τον καταπληκτικό μονόλογο: “Ω, κακό πώπαθες, βαριόμοιρη μάνα, τα βάσανα ζωσμένη…”. Βλέπεις, δεν λέει “τι έπαθα”, λέει στη μάνα της “τι έπαθες”! Αυτόν τον ρόλο μας είχε δώσει να τον μάθουμε όλα τα κορίτσια. Κι όταν ήρθε η σειρά μου να το πω με τα πρώτα λόγια “ω κακό πώπαθες”, αρχίζουν να τρέχουν από δω κάτι ζεστά στα μάγουλά μου – δάκρυα!… Δεν έκλαιγα, δεν ήταν όπως όταν κλαίμε, που το κλάμα βγαίνει απ’ το στήθος, απλούστατα έτρεχαν τα δάκρυα… “Θα πιω και πάλι, ωστόσο…” και είπα το κομμάτι κι όλοι κλαίγανε.
Την είχα δει από πριν, την ώρα που έπαιζα. Η Μαρίκα καθόταν σε μιαν άκρη της αίθουσας και απολάμβανε. Κι όταν τελείωσα, την άκουγα που είπε σαν να μονολογούσε: “Τι είσαι εσύ!”… Κι έπεσαν όλοι επάνω μου και ‘γω έτρεμα απ’ τη συγκίνηση κι εκείνη καμάρωνε.
Με παίρνει λοιπόν παράμερα και μου λέει: “Αύριο στις 11 το πρωί θα είσαι στο σπίτι μου – θα σου διαβάσω τα γράμματα του Δραγούμη”. Θα το ‘χεις ακούσει πως η Μαρίκα κι ο Δραγούμης ήταν ερωτευμένοι. Και της ήρθε να το πει αυτό σ’ ένα κοριτσάκι! Ξαφνιάστηκα· όμως από ένστικτο κατάλαβα πως ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούσε να μου κάνει: να μου εκμυστηρευτεί τα μύχια της.
Τέλος πάντων, δεν μου διάβασε ποτέ εκείνα τα γράμματα· ώσπου να πάω στο σπίτι της το είχε ξεχάσει. Τελικά τα βρήκα εγώ αργότερα και τα διάβασα. Πραγματικά ο Δραγούμης την αγαπούσε πάρα πολύ· ήταν μια σοφή γυναίκα, αν και χαμένη κι αυτή – θέλω να πω δεν είχε αξιοποιήσει απόλυτα το ταλέντο της. […]
[…] Η Έλλη Λαμπέτη μιλάει για τον έρωτά της με
τον Δημήτρη Χορν:
Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια. Ωραία,
βέβαια, είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια – τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως.
Ήταν τότε όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: “Για να δούμε πώς
θα ταιριάξουν οι Βερσαλλίες με τα Βίλλια”. Δηλαδή ο Χορν με την υψηλή του
καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα… Και νομίζω ότι δεν είχε κι άδικο, γιατί η
κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγωγής, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις
βαθύτερες αιτίες που τελικά χωρίσαμε. […]
[…] Όταν ήμουν εικοσιέξι χρονών έπαθα πάρεση.
Πλήρη. Ήταν τη μέρα που εκτέλεσαν τον Μπάτση και τον Μπελογιάννη. Όταν το
‘μαθα, πάγωσα. Δεν ήταν λύπη, ήταν κάτι παραπάνω. Σοκ! Καταλάβαινα πως δε θ’
άντεχα, κάτι θα μου συνέβαινε. Κι ωστόσο δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσο σχετική
είναι η ύλη – το σώμα – με τον συναισθηματικό κόσμο. Σκέφτηκα αμέσως: Μετά απ’
αυτήν την τραγωδία, μετά από τόση θλίψη, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσω να
είμαι ίδια, κάπου θα βγω αλλαγμένη. Αλλά δεν πίστευα πως θ’ αντιδρούσε έτσι ο
οργανισμός μου.
Κι όμως ως το βράδυ είχα παραλύσει. Το μισό μου πρόσωπο ήταν τελείως παράλυτο. Μου κράτησε έξι εβδομάδες. Ήμουν πολύ νέα, έκανα ηλεκτροσοκ – δεν είναι πολύ δύσκολο να περάσει η πάρεση όταν είσαι νέος, όπως επίσης είναι σπάνιο να την πάθεις σε μικρή ηλικία. Αλλά εκείνες τις έξι εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Έτρεχαν τα σάλια μου. Το στόμα μου είχε πάει εκεί… Να, κοίτα, ως τώρα δεν έχει έρθει εντελώς στη θέση του.
Ήταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!… Τον Μπάτση τον γνώριζα προσωπικά, ήταν φίλος του Μάριου. Το προηγούμενο Πάσχα είχαμε πάει μαζί στον Πόρο, είχε κοντά του και την κόρη του, την Ελενίτσα. Έτσι συνδεθήκαμε. Δεν ήταν βέβαια κανένας πολύ δικός μου άνθρωπος, αλλά αυτό το θέμα της εκτέλεσης δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να συλλάβω το “εν ψυχρώ”. Σε πιάνω, σε στήνω, σε σκοτώνω… Ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου. Είχα ζήσει ήδη τις μέρες των ανώμαλων καταστάσεων, αλλά αυτό! Άγριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος, ε; […]
Κι όμως ως το βράδυ είχα παραλύσει. Το μισό μου πρόσωπο ήταν τελείως παράλυτο. Μου κράτησε έξι εβδομάδες. Ήμουν πολύ νέα, έκανα ηλεκτροσοκ – δεν είναι πολύ δύσκολο να περάσει η πάρεση όταν είσαι νέος, όπως επίσης είναι σπάνιο να την πάθεις σε μικρή ηλικία. Αλλά εκείνες τις έξι εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Έτρεχαν τα σάλια μου. Το στόμα μου είχε πάει εκεί… Να, κοίτα, ως τώρα δεν έχει έρθει εντελώς στη θέση του.
Ήταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!… Τον Μπάτση τον γνώριζα προσωπικά, ήταν φίλος του Μάριου. Το προηγούμενο Πάσχα είχαμε πάει μαζί στον Πόρο, είχε κοντά του και την κόρη του, την Ελενίτσα. Έτσι συνδεθήκαμε. Δεν ήταν βέβαια κανένας πολύ δικός μου άνθρωπος, αλλά αυτό το θέμα της εκτέλεσης δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να συλλάβω το “εν ψυχρώ”. Σε πιάνω, σε στήνω, σε σκοτώνω… Ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου. Είχα ζήσει ήδη τις μέρες των ανώμαλων καταστάσεων, αλλά αυτό! Άγριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος, ε; […]
από
το βιβλίο της ΦΡΙΝΤΑΣ ΜΠΙΟΥΜΠΙ “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ:
Η
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ”, Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
Έλλη Λαμπέτη: Γεννημένη πρωταγωνίστρια
Το κοινό τη λάτρεψε. Οι συνάδελφοί της τη
χάζευαν. Κι όμως. Μπορεί η καριέρα της να έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι, αλλά η
ζωή της ρίζωσε στις ανατροπές μιας αρχαίας τραγωδίας. Εκεί όπου οι πολλοί
έβλεπαν μια μοναδική ηθοποιό, μια λαμπερή γυναίκα και μια εμβληματική
πρωταγωνίστρια, η μοίρα είχε ήδη γράψει το δικό της σενάριο.
Χαράζει 3 Σεπτεμβρίου του 1983 και η Νέα Υόρκη
μοιάζει βυθισμένη σε μια ψυχρή υγρασία. Στο δωμάτιο 632 του νοσοκομείου «Mount
Sinai», η Έλλη Λαμπέτη δείχνει κατάκοπη από την ανέλπιστη μάχη. Κατά τις 7.30
το πρωί ξυπνάει και γυρίζει προς το μέρος της αδελφής της, που ξάγρυπνη
στέκεται στο πλευρό της όλη νύχτα. «Αντιγόνη», ψιθυρίζει. «Εδώ είμαι, Έλλη
μου», της λέει η Αντιγόνη. Οι δύο αδελφές γίνονται ένα σώμα πάνω από τα
ιδρωμένα σεντόνια. Κάθονται λίγα λεπτά έτσι, στην πνιγηρή σιωπή ενός άγνωστου
τόπου, μια αιωνιότητα μακριά από το πευκόδασος των Βιλλίων και την παραλία του
Πόρτο Γερμενού. «Αντιγόνη...», ψελλίζει η Έλλη στην αγκαλιά της αδελφής της.
«Αντιγόνη... είμαστε παιδιά ενός κατώτερου θεού». Και μαζί με τη ρημαγμένη της
φωνή σβήνει και η ανάσα της. Το στόμα από το οποίο έχει ακουστεί το ωραιότερο
«σ’ αγαπώ» του ελληνικού κινηματογράφου, δεν θα ανασαλέψει ποτέ. Η Έλλη πάει
στον παράδεισο, εκεί όπου την περιμένει η Χάνελε της εφηβείας της. Οκτώ μήνες
νωρίτερα, στις 15 Δεκεμβρίου του 1982, η δημοσιογράφος Φρίντα Μπιούμπι ακούει
το τηλέφωνο να χτυπάει στο σπίτι της. Το σηκώνει. Μια ανάσα σαν λαχάνιασμα στην
άλλη άκρη της γραμμής. Ύστερα σιωπή. «Εμπρός! Λέγετε...» λέει η Μπιούμπι.
Τίποτα. Μόνο η κοφτή ανάσα. Κάποιος θα αστειεύεται, σκέφτεται η δημοσιογράφος,
και κλείνει το τηλέφωνο. Αλλά αισθάνεται τρομαγμένη γιατί αυτό που μόλις έχει
ακούσει δεν δείχνει αστείο, μοιάζει σαν επιθανάτιος ρόγχος, σαν να
στραγγαλίζεται κάποιος και προσπαθεί απεγνωσμένα να ζητήσει βοήθεια. Σε λίγα
δευτερόλεπτα, πάλι το κουδούνισμα. «Εμπρός...» λέει η Μπιούμπι. Μια απόκοσμη
φωνή σαν ψίθυρος πρόφερε κομματιαστά το όνομά της: «Φρίντα...» «Ναι», λέει η
Μπιούμπι. «Φρίντα, εγώ είμαι... Η Έλλη. Έλλη Λαμπέτη». Η Έλλη στραγγαλίζεται
χρόνια από τον καρκίνο και αισθάνεται ότι έχει φτάσει η στιγμή να ζητήσει
απεγνωσμένα βοήθεια. Οχι ιατρική. Αυτή την έχει από το ’68, όπου γίνεται η
διάγνωση στο στήθος της. Αλλη βοήθεια γυρεύει. Θέλει να μιλήσει. Η Μπιούμπι την
επισκέπτεται την ίδια μέρα στο σπίτι της, εκεί, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου,
στην Κυψέλη. Το διαμέρισμα της Έλλης βρίσκεται στον πέμπτο όροφο μιας
πολυκατοικίας από αυτές που σε προδιαθέτουν άσχημα από την είσοδό τους. Ρυπαροί
τοίχοι, βρώμικο ασανσέρ, μυρωδιά σαπίλας από τα υπόγεια. Ανεβαίνει, χτυπάει το
κουδούνι και της ανοίγει μια παχουλή γυναίκα με μαύρα μάτια, σκούρα φούστα, ένα
ριγέ πουλόβερ κι ένα καφετί μαντίλι στο κεφάλι, δεμένο από τον αυχένα.
«Χαίρετε», λέει η Μπιούμπι και ετοιμάζεται να ζητήσει την κυρία Λαμπέτη.
Γυναίκα, όμως, της χαμογελάει. Η κυρία Λαμπέτη είναι μπροστά της. «Έφτασα,
ξέρεις, στο τέλος», της λέει λίγο αργότερα. «Και δεν έχω κάνεναν να μου γράψει
το τέλος. Θα ήθελα να το γράψεις εσύ». Και έτσι γεννιέται η «Τελευταία
παράσταση» (Εκδόσεις Εξάντας). Από τις διηγήσεις των επόμενων μηνών. Η Έλλη,
καταβεβλημένη από την αρρώστια και θυμωμένη από τη ζωή, ανοίγει την καρδιά της
και μιλάει για όλα. Μα, πάνω από όλα, μιλάει για εκείνο το παιδί ενός κατώτερου
θεού που στοιχειώνει την ψυχή της: τον εαυτό της. Κάπου σαράντα χρόνια
νωρίτερα, ένα δεκαεξάχρονο αναιμικό κορίτσι με μαύρα μαλλιά ανεβαίνει στον
παράδεισο του θεάτρου μέσα από το έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» και ωθεί
τη Μ. Κοτοπούλη να δηλώσει, τη βραδιά της πρεμιέρας, «Ιδού η νέα Σάρα Μπερνάρ».
Και ένα αστέρι γεννιέται. Όταν, το ’48, αυτό το αστέρι θα γινόταν νύφη στον
«Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, ο Κουν ομολογεί: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα
τον κόσμο να κρατάει την ανάσα του στην πλατεία». Το ίδιο κάνουν και οι Άγγλοι
κριτικοί στο παγωμένο Λονδίνο του ’57. Βλέποντας το «Τελευταίο ψέμα» του
Κακογιάννη, κρατούν την ανάσα τους και έπειτα αναφωνούν «Η Ελληνίδα Γκρέτα
Γκάρμπο!» Μάλιστα, οι Τάιμς γράφουν: «Ποτέ, από την εποχή της Γκάρμπο, ο φακός
δεν ερωτεύτηκε τόσο μια πρωταγωνίστρια». Η ίδια τον φακό δεν τον ερωτεύεται
ποτέ. Η μεγάλη της αγάπη είναι το θέατρο. Και εκεί μένει πιστή. Όπως μένει
πιστή και στο καρτέρι του θανάτου που τη σκιάζει από μικρή. Στα δεκαεπτά, χάνει
τον δίδυμο αδελφό της, τον Τάκη. Μαζί είχαν γεννηθεί στις 26 Απριλίου του 1926.
Στην Κατοχή, η μάνα της σκοτώνεται από αδέσποτη σφαίρα. Τα επόμενα χρόνια,
βλέπει τις πέντε αδελφές της να πεθαίνουν από καρκίνο, τον πατέρα της από
εγκεφαλικό και τον άλλο της αδελφό από καρδιακή προσβολή. Το τελευταίο χτύπημα,
ο θάνατος το φυλάει για εκείνη. Έχει μόλις κλείσει τα σαράντα δύο και παίζει τα
«Σαράντα καράτια» όταν οι γιατροί κάνουν τη μοιραία διάγνωση. Και η πάλη
αρχίζει.
Οι άντρες της ζωής της: Στο μεταξύ, οι έρωτες τη
στοιχειώνουν κι αυτοί. Ο πρώτος στα χρόνια της νιότης. Δεν αποκαλύπτει ποτέ το
όνομα, αλλά δεν παύει να λέει ότι «το ανεπανάληπτο, το υπέροχο, αυτό που
κυριολεχτικά με κεραυνοβόλησε, το ένιωσα μόνο με έναν άνθρωπο». Με τον ανώνυμο
άνθρωπο. Ύστερα, ο Μάριος Πλωρίτης, «ένας σπουδαίος φίλος», όπως θα τον
χαρακτήριζε πάντα. Παντρεύονται το ’50. Χωρίζουν το ’53 όταν στη ζωή της
εισβάλλει ο Χορν. Με τον Χορν θα ζήσουν επτά χρόνια μαζί. «Επτά χρόνια
φαγούρας», όπως θα έλεγε εκείνος. Πάθος μεγάλο και με συγκρούσεις. Εκείνη να
ζηλεύει τα φλερτ του, αυτός να γίνεται έξαλλος από τους θαυμαστές της. Στην
οθόνη γράφουν μοναδικά. Στη ζωή, όμως, το να συνυπάρξουν δύο ιερά τέρατα είναι
ακόμα πιο δύσκολο. Πάντως, το ειδύλλιό τους γίνεται το παραμύθι της εποχής. Και
είναι βέβαια παραμύθι δίχως happy end. Ο Χορν δεν θέλει παιδιά. Η Έλλη θέλει.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η Έλλη Λαμπέτη ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με αυτόν του
Δημήτρη Χορν, κάθε φορά που δεχόταν κάποια ερώτηση σχετικά με την
αδιαμφισβήτητη αξία της. Μπορεί να είχαν χωρίσει χρόνια οι δυο τους, αλλά
απαντούσαν λες και ήταν... συνεννοημένοι. «Σπουδαίος ηθοποιός εγώ;» έλεγε ο
Χορν. «Ελάτε καλέ!» Και έσπευδε πάντα να απαξιώσει τόσο τους ρόλους του όσο και
τον ίδιο τον μόχθο που απαιτεί η προσπάθεια ενός ηθοποιού. Έτσι και η Λαμπέτη.
Κάποτε έφτασε να πει το εξής: «Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα
έκανα. Πέντε τάλαντα μου έδωσε ο Θεός, και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα
αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου για να καρποφορήσει όπως έπρεπε».
Εντούτοις, εάν στην περίπτωση του Χορν διαγιγνώσκουμε μια δόση αλαζονείας στα λόγια
του, έναν σνομπισμό που έρχεται να επισκιάσει τα ίδια του τα επιτεύγματα, στη
Λαμπέτη δεν εντοπίζουμε παρά μιαν αληθινή πίκρα που προφανώς προκύπτει από όσες
προσωπικές ατυχίες επηρέασαν τη σχέση της με το θέατρο. Αφουγκραζόμενοι ετούτη
την πίκρα, δεν φέρνουμε στο μυαλό μας το παθιασμένο κορίτσι της οδού Μιχαήλ
Βόδα, ενός δρόμου που αργότερα θα βαφτιζόταν «Οδός Έλλης Λαμπέτη». Φέρνουμε στο
μυαλό μας την απογοητευμένη γυναίκα μετά τη δικαστική περιπέτεια για την τύχη
του παιδιού που θα σημάδευε τη ζωή της, όπως φέρνουμε στο μυαλό μας και τη
γυναίκα που παλεύει με τον καρκίνο έχοντας χάσει ακόμα και τη φωνή της. Πάντως,
ο ίδιος ο Χορν -εάν μετράει η άποψή του- είχε μόνο καλά λόγια να πει για την
Έλλη. «Τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό», είχε πει λίγο πριν από το τέλος της ζωής
του. «Ήταν πολύ καλή θεατρίνα και πολύ ωραία γυναίκα». Όταν, φυσικά, ρωτήθηκε
για το αν η Έλλη ήταν ο έρωτας της ζωής του, η απάντησή του ήταν εξίσου
κατηγορηματική. «Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν την αγάπησα», είχε πει. «Φυσικά
και την αγάπησα. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου». Γυναίκα της ζωής του
ήταν η Άννα Γουλανδρή. Πάντως, το ότι ο εστέτ Χορν αποδείχτηκε μάλλον επιζήμιος
για την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση της Έλλης, αυτό δεν είναι κάτι που αποσιωπάται
από τους ανθρώπους που την έζησαν. Το καταθέτει με τον τρόπο του και ο Φρέντυ
Γερμανός στις σελίδες της θαυμάσιας βιογραφίας της ηθοποιού (Εκδόσεις
Καστανιώτη). Και είναι ένα βιβλίο που αξίζει να τη θυμίζει, καθώς ζωντανεύει
μια ολόκληρη εποχή όχι μόνο για την ίδια την Έλλη Λαμπέτη, αλλά και για
ολόκληρο το ελληνικό θέατρο. Ο Χορν δεν αντέχει το ριζικό του θανάτου από τις
ασθένειες. Η Έλλη πρέπει να το αντέξει, βλέποντας την οικογένειά της να
αποδεκατίζεται. Ώσπου εκείνος αποχωρεί από τη σκηνή και παραδίδει τη θέση του
στον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν. Η σχέση τους θα κρατήσει δεκαεπτά
χρόνια. Και είναι το ίδιο διάστημα που θα έρθει στη ζωή της η Λίνα, το παιδί
που θα λάτρευε όσο τίποτε άλλο. Εντούτοις, μιλώντας για τους άντρες της ζωής
της, η Έλλη θα πει στη Φρίντα Μπιούμπι: «Με τον Φρεντ δεν είχαμε εκείνο το
ωραίο που υπήρχε ανάμεσα στον Χορν κι εμένα: ισοτιμία και αμοιβαία εκτίμηση.
Ίσως επειδή με τον Τάκη είχαμε το ίδιο επάγγελμα, δεν μπορούσε να κρυφτεί ο
ένας από τον άλλον. Μαλώναμε για το ποιος αξίζει πιο πολύ. Εγώ πίστευα ότι
αξίζει εκείνος κι εκείνος πίστευε ότι αξίζω εγώ. Είχαμε έναν αμοιβαίο θαυμασμό,
απόλυτο και ειλικρινή. Αυτός μας έδενε. Το ξέρω τώρα ότι είμαστε πολύ
διαφορετικοί για να ζήσουμε καλά μαζί, αλλά ήταν μια ωραία σχέση. Με τον Φρεντ
δεν υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση. Θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον για πράγματα ασήμαντα.
Ήταν ένα είδος παρεξήγησης που κράτησε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Και ο χαμένος
είναι εκείνος, γιατί κατέστρεψε τη ζωή του. Του έλεγα φύγε και δεν έφευγε...» Η
σκληρή της μοίρα. Η Λίνα, λοιπόν. Που μπαίνει στη ζωή της σαν χείμαρρος. Η Έλλη
γίνεται μητέρα με τον πιο ανέλπιστο τρόπο. Το παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει με
τους πραγματικούς του γονείς επειδή είναι ο καρπός ενός παράνομου έρωτα. Η
μοίρα, όμως, είναι σκληρή: Όσο ανέλπιστα γίνεται μητέρα τόσο ανέλπιστα παύει
και να είναι. Όταν, λίγα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι αυτοί γονείς θα διεκδικήσουν
το παιδί, η ίδια θα βιώσει τη μεγαλύτερη, την πιο τραυματική περιπέτεια της
ζωής της. Φτάνουν στο σημείο να κατηγορήσουν τη Λαμπέτη για όργια, τόσο
αβυσσαλέος είναι ο πόλεμος. Τα δικαστήρια επιδεινώνουν την ήδη θρυμματισμένη
υγεία της. Η απώλεια της Λίνας την κατακερματίζει. Αποκαμωμένη και μόνη, θα
αφεθεί στην πείνα της αρρώστιας. Χωρίς φωνή πλέον, ανεβάζει τον Μάρτιο του ’81
το έργο «Σάρα, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού». Μαθαίνει τη γλώσσα των κωφαλάλων
για να παίξει την Σάρα και θριαμβεύει για δύο χρονιές. Όμως, είναι το κύκνειο
άσμα της. Στην πραγματικότητα, έχει ήδη αρχίσει να πηγαίνει στον Παράδεισο.
Σιγά-σιγά. Σαν αερικό. Το καλοκαίρι του 1983, η Λαμπέτη μεταφέρεται στο «Mount
Sinai Hospital» της Νέας Υόρκης. Τους προηγούμενους μήνες, έχει αφηγηθεί τα
πάντα στη Φρίντα Μπιούμπι και η ψυχούλα της μοιάζει ξαλαφρωμένη. Αλλά την ανάσα
του θανάτου τη νιώθει όλο και πιο κοντά της. Στις 23 Αυγούστου, στέλνει από το
νοσοκομείο μια κάρτα στην Μπιούμπι. Η κάρτα γράφει: «Φρίντα, ξαφνικά μέσα στη
νύχτα της Ν.Υ. ένα πρόσωπο, φως, Ελλάδα -έχω ορό στο δεξί μου χέρι. Σε
ευγνωμονώ. Είσαι το πρώτο φως που μου έλαμψε στο κενοτάφιο. Σε αγαπάω και δεν
θα σε ξεχάσω». Μια παράξενη ιστορία «Σας πληροφορώ», λέει η Λαμπέτη στον Φρέντυ
Γερμανό το 1971, «πως είχε βουίξει η Αθήνα ότι ο Χορν κι εγώ είχαμε σχέση
ερωτική, πολύ πριν συμβεί κάτι μεταξύ μας. Πολύ πριν μας περάσει απ’ το μυαλό».
Ο Γερμανός τη ρωτάει πώς ξεκίνησε η ιστορία. «Πολύ παράξενα», λέει η Λαμπέτη.
«Θυμάμαι, παίζαμε τη Νόρα, ένα έργο που εμένα δεν μου άρεσε ούτε σαν έργο, ούτε
σαν ρόλος. Και επειδή δεν ήμουνα καλή, έκανα καζούρα στον εαυτό μου. Δηλαδή,
επειδή δεν μπορούσα να μιμηθώ στον Χορν πώς έπαιζα, γιατί δεν είμαι καλή μίμος
του εαυτού μου, υπερέβαλλα κάνοντας καρικατούρα του εαυτού μου.
Αυτοσαρκαζόμουνα. Αυτό του έκανε τόση εντύπωση που ξετρελάθηκε. Κι εκεί πιστεύω
ότι με ερωτεύτηκε. Το γεγονός ότι ήμουν μια ηθοποιός που γελοιοποιούσε τον
εαυτό της τόσο επιτυχημένα, τον είχε κερδίσει. Μάλιστα μου είχε πει πως αυτό
που κάνω είναι "Too good to be true?" (Από το βιβλίο «Μέρες
τηλεόρασης» του Μ. Δελαπόρτα, Εκδόσεις Ορφέας).
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΔΑΛΔΟΛΟΣ,
Από
την εφημερίδα Έθνος και το ένθετο Πολιτισμός, 17/4/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου