Μαγική Πόλη




Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος
Σεναριογράφος: Μαργαρίτα Λυμπεράκη 
Παραγωγή: Αθηναική Κινηματογραφική Εταιρεία 
Μουσική Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκης
Μουσική Εκτέλεση:
ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ 
ΣΕΞΤΕΤΟ ΤΟΥ ΛΕΑΝΔΡΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ (ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ)
Τραγουδιστής: ΜΑΓΓΟΥ ΖΩΗ
Χρονιά Παραγωγής: 1954


Ηθοποιοί: Γιώργος Φούντας, Θανάσης Βέγγος, Μάνος Κατράκης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Μίμης Φωτόπουλος, Στέφανος Στρατηγός , Ελένη Ζαφειρίου , Μαρίκα Ευα , Χάρις Γρηγορίου , Ανδρέας Ντούζος , Παυλογιάννη Ευτυχία , Κατραπάς Τάσος , Καμπάνης Φάνης , Καλπίδου Νατάσα , Μπρίκα Ευα , Ανέστης Βλάχος.




Μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας (Δουργούτι) αποτελεί το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία ενός σκληρά εργαζόμενου νέου (Γιώργος Φούντας) που βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παράνομη δοσοληψία με ένα απατεώνα (Στέφανος Στρατηγός). Με τη βοήθεια των γειτόνων του θα βγει αλώβητος από αυτήν την περιπέτεια και θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου).



Πηγή: www.tainiothiki.gr

H ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας, αποτελεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Νίκου Κούνδουρου και είναι η πρώτη ταινία του Θανάση Βέγγου.










Μαγική Πόλη του Νίκου Κούνδουρου

Μια ανάλυση στην ταινία Μαγική πόλη, του Νίκου Κούνδουρου. Αναλύοντας τα αφηγηματικά στοιχεία και τις διαδραστικές τους σχέσεις, μπορούμε να ανακαλύψουμε την ποιητικότητα που διέπει τον κινηματογραφικό λόγο σε αυτή την ταινία. Έχουμε δύο πόλεις σε μια ταινία, δύο απεικονίσεις της Αθήνας, σε μια αφήγηση που σιγά-σιγά και σταθερά απομακρύνεται απ’το ρεαλιστικό και κερδίζει το ποιητικό, δηλαδή τη μετάφραση της πραγματικότητας.

Η Μαγική πόλη του Νίκου Κούνδουρου είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα ποιητικού ρεαλισμού στον ελληνικό κινηματογράφο. Μέσα από την ιστορία του Κοσμά, ενός φτωχού νεαρού που αγωνίζεται να επιβιώσει, ξετυλίγεται μπροστά μας η ζωή και ο παλμός της Αθήνας του ΄50. Ποιας Αθήνας όμως; Γιατί έχουμε δύο πόλεις που μας φανερώνονται:
Η μία, των προσφυγικών χαμόσπιτων και των χωματόδρομων, της φτωχολογιάς και της «μαρίδας» που ξαμολιέται πίσω από κάθε «ξένο» ή φασαρία, των χήρων μανάδων και των λιγομίλητων, υποτακτικών κοριτσιών, του κουτσομπολιού και της αλληλεγγύης, των παράνομων σαρκικών και των αθώων πλατωνικών ερώτων, των βαλτωμένων ονείρων και της ανθρωπιάς.
Η άλλη, των επιγραφών νέον και της τζαζ, των ωραίων γυναικών και των καλοντυμένων ανδρών, του εύκολου-παράνομου κέρδους και της απόλαυσης, των καλογυαλισμένων ονείρων και του εφήμερου.
Η μία είναι η «μαγική πόλις». Η άλλη η «μάτζικ σίτυ».
Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αν και αρχετυπική, δεν καταντά σχηματική. Ο κεντρικός ήρωας, το φτωχό αλλά ακέραιο παλικάρι και «αρχηγός» της παρέας από τη μία και ο αντίπαλος, που είναι το γοητευτικό (και γι' αυτό πιο επικίνδυνο) αφεντικό του υποκόσμου.
Το σχήμα ισορροπεί με την ύπαρξη των δύο φίλων-ακολούθων που έχει έκαστος. Ο Κοσμάς (Φούντας) συντροφεύεται από έναν εργατικό, ιδεολόγο, αισιόδοξο και πιστό σ' αυτόν νεαρό (Ντούζος) και από έναν πιο τεμπελάκο και γκρινιάρη, που, με το χιούμορ του, ελαφραίνει τη μιζέρια τους αλλά και ρίχνει το σπόρο του κακού (Βέγγος). Και ενώ ο «κακός» (Στρατηγός), ακολουθείται από δύο ανάλογους χαρακτήρες, οι αντιρρήσεις του πιο πνευματώδους από αυτούς (Φωτόπουλος), στοχεύουν στο συνετισμό του και τον μετριασμό των παθών του. Αντιπροσωπεύει τη «συνείδηση» και την «ηθική» του υποκόσμου, προδίδοντας τη διαλεκτική διάθεση του δημιουργού, που πιθανόν να αντίκειτο στο κυρίαρχο πνεύμα της εποχής.
Η αφήγηση του σκηνοθέτη είναι στρωτή και εύρυθμη. Αρχινά και ολοκληρώνεται με τα λόγια του παρατηρητή-αφηγητή (Κατράκης) που όμως αγγίζεται από τα δρώμενα, εκφράζοντας την τρυφερότητα που αισθάνεται ο Κούνδουρος για το θέμα του. Ορισμένες φορές μας θυμίζει ότι πρόκειται για μια αφήγηση, διαχωρίζοντας τον φιλμικό από τον εξωφιλμικό χώρο (π.χ. με τη χρήση του τζαμιού στο ζαχαροπλαστείο) και άλλοτε μας κάνει κοινωνούς της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων του (π.χ. το αγωνιώδες βλέμμα του Στρατηγού όταν αισθάνεται ότι σφίγγει ο κλοιός γύρω του).
Η υπέροχη μουσική του Χατζιδάκι καταφέρνει να δώσει συναίσθημα σε κάθε σκηνή, ακόμη και αν πρόκειται απλά για ένα πλάνο της πόλης (η οποία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία). Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι μεστές, με τους δευτεραγωνιστές να ξεχωρίζουν (ο Βέγγος κάνει μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του).
Το ποιητικό στοιχείο της ταινίας απογειώνεται στο τέλος, με τον ερχομό του δικαστικού κλητήρα. Είναι η επερχόμενη απειλή, που πρωτοαντικρύζεται ξαφνικά, σε μια στιγμή ευτυχίας και ξεγνοιασιάς, μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου που θα κατασχεθεί. Άλλη αρχετυπική φιγούρα, το στεγνό, αποστειρωμένο ανθρωπάκι με φαλάκρα και γυαλιά, γρανάζι και εκτελεστικό όργανο ενός γραφειοκρατικού συστήματος, που το εντέλει να καταστρέψει το υγιές κύτταρο της κοινωνίας (βιοπαλαιστής), αποπληρώνοντας - επιβραβεύοντας το σάπιο (εγκληματίας).
Η ακολουθία του κλητήρα από την πιτσιρικαρία (χορός), τμήμα της οποίας «ρίχνει σύρμα» στη γειτονιά (αγγελιοφόροι), το παιχνίδι των μικρών κοριτσιών που, υπό τους ήχους του Χατζιδάκι παραπέμπει σε χορό αρχαίας τραγωδίας ή παγανιστικής τελετής, η κορύφωση, με τη γειτονιά να εμποδίζει την κατάσχεση, το κυνηγητό (προκαλείται αγωνία με τη χρήση υπερτονικού μοντάζ, δηλαδή με τη γρήγορη και σχεδόν βίαιη εναλλαγή σκηνών) και η έκβασή του (κάθαρση), εκφράζονται με μια ποιητική διάθεση και σε βαθμό τέτοιο, που υπερβαίνει η αφήγηση ελαφρώς την πραγματικότητα.
Ο Κούνδουρος ολοκληρώνει με αισιόδοξη διάθεση για τη φύση του ανθρώπου, με ένα φινάλε που, ενώ σήμερα θα φάνταζε ανεδαφικό, είναι συνεπές με το χαρακτήρα του έργου. Όλα τα παραπάνω, συντείνουν στο να εκτιμήσουμε τις αρετές της ταινίας, αρκετές από τις οποίες, αν και δεν είναι παρωχημένες, σπάνια συναντώνται πλέον, όχι μόνο στον ελληνικό, αλλά και στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

 Αντιγραφή από:
ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ  Συγγραφέας: Σοφία Τσαντίρη












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου